Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

”Παραμύθια του λαού μας”, Εισαγωγικό σημείωμα από το Γιώργο Ιωάννου

”Παραμύθια του λαού μας”, Αθήνα, 1973, Ερμής. Εισαγωγικό σημείωμα από το Γιώργο Ιωάννου
” Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του, η νουβέλα του. Μοναδικός στόχος του είναι η ευχαρίστηση των ακροατών.
Όλα μες στο παραμύθι είναι θαμπά και αόριστα, και ο τόπος και ο χρόνος και τα πρόσωπα. Ο παραπάνω κανόνας σπάνια παραβαίνεται κι εκείνο, συνήθως, στα παραμύθια όπου βρίσκονται ενσωματωμένες εντόπιες παραδόσεις, γιατί ταιριάζουν με το θέμα ή την εξέλιξη του παραμυθιού. Αλλά και τότε η προσαρμογή – τοπική ιδίως – είναι ολότελα εξωτερική και το παραμύθι στην ουσία του εξακολουθεί να παραμένει θαμπό και αόριστο.
Το παραμύθι αρχίζει και τελειώνει με φράσεις στερεότυπες, πολλές φορές έμμετρες κι ευτράπελες, που τονίζουν όμως με έμφαση την αοριστία του και την πλαστότητά του. Θαρρείς πως υπήρχε ανάγκη και υποχρέωση από τη μεριά του αφηγητή να γίνει η υπόμνηση για να συνέλθει και να αποκολληθεί το ακροατήριο από το μαγικό κόσμο στον οποίο είχε μεταφερθεί και μπλέξει.
Το παραμύθι ξεκινά από την ηρεμία ή μάλλον από μία παγιωμένη κατάσταση ανάγκης και καταλήγει πάλι στην ηρεμία, στην πλήρωση της ανάγκης, αφού όμως ενδιάμεσα έχει κυριαρχηθεί από υπεράνθρωπη δράση και κίνηση για να κατανικηθούν τα εμπόδια. Μέσα στο παραμύθι δε χάνεται κανείς σε λεπτομερείς περιγραφές προσώπων ή πραγμάτων, ένας σύντομος χαρακτηρισμός αρκεί.
Όλα θεωρούνται γνωστά – και είναι γνωστά – είτε απ’ την υλική, είτε απ’ τη μυθολογική, μα ζωντανή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και το πραγματικό με το υπερφυσικό συσχετίζονται και συνυπάρχουν σαν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο. Απ’ την άποψη αυτή η ατμόσφαιρα πολλών παραμυθιών μάς θυμίζει έντονα τα ομηρικά έπη και την Παλαιά Διαθήκη: Ιερά κείμενα και τα δυό, καταγραφείς εποχών βαθιάς πίστης. Χρειάζεται να είναι μεγάλη ψυχολογικά η εποχή για ν’ ανθίσει σ’ ένα λαό το παραμύθι. Και τέτοιες είναι οι εποχές των στερήσεων και της καρτερίας.

Στο παραμύθι οι καταστάσεις και τα πρόσωπα είναι τραβηγμένα στα άκρα. Όλα είναι δυνατό να συμβούν και να κατορθωθούν—αδύνατο δεν υπάρχει. Οι ήρωες εδώ είναι ή πολύ όμορφοι ή πολύ άσκημοι ή πολύ φτωχοί ή πολύ πλούσιοι ή πολύ καλοί ή πολύ κακοί. Μέσες και συνηθισμένες περιπτώσεις στα κυρίως παραμύθια σπανίζουν ή μάλλον δεν υπάρχουν.
Πολλοί σήμερα, ακόμα και μορφωμένοι, μπερδεύουν το παραμύθι με τις παραδόσεις και τους μύθους. Άλλο πράγμα όμως το παραμύθι, κι άλλο οι μύθοι και οι παραδόσεις. Τις παραδόσεις ο λαός τις πιστεύει —τις πίστευε— για αληθινές, ενώ το παραμύθι δεν το πιστεύει καθόλου για αληθινό, το ακούει όμως με ευχαρίστηση γιατί τον ψυχαγωγεί και τον βάζει σε σκέψεις, ίσως ίσως και σε ελπίδες. Εκτός αυτού, οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τόπους και πράγματα. Οι μύθοι πάλι είναι σύντομες και σχεδόν χωρίς πλοκή αλληγορικές, συνήθως, ιστορίες με ολοφάνερα διδακτικό χαρακτήρα. Απ’ την πανάρχαια εποχή στους μύθους πρωταγωνιστούν τα ζώα. Κατά βάθος, βέβαια, όλα αυτά τα είδη του λαϊκού πεζού λόγου είναι αρκετά συγγενικά μεταξύ τους και συχνά μέσα στο παραμύθι συμπλέκονται αξεδιάλυτα.
Αλήθεια είναι πως τα παραμύθια σήμερα απασχολούν το ενδιαφέρον σχεδόν μοναχά των παιδιών. [...] Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν άλλοτε έτσι. Τα παραμύθια φκιάχνονταν και λέγονταν για μεγάλους κυρίως. Και η παρουσίαση ενός παραμυθιού ήταν σοβαρό γεγονός για τους παλιούς ανθρώπους. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. [...] Όλοι οι παλιοί, λίγο πολύ, ξέραν να λένε παραμύθια. Υπήρχαν όμως ανάμεσά τους μερικοί προικισμένοι, που ήξεραν νατα διηγούνται με ιδιαίτερη τέχνη κι αυτοί συγκέντρωναν τη γενική προτίμηση. Αυτοί οι επιδέξιοι λέγονταν παραμυθάδες οι άντρες και παραμυθούδες οι γυναίκες. Καμιά φορά όταν τους καλούσαν προύχοντες, έπαιρναν ή μάλλον δέχονταν αμοιβή. Το ακροατήριο τούς άκουγε πάντα με θρησκευτική ευλάβεια, με συμμετοχή, πολλές φορές με αγωνία, ξεχνώντας προς στιγμή τη φτώχεια, τη γύμνια, το κρύο και τα βάσανα της μέρας. Ο παραμυθάς ενίσχυε τη διήγησή του με μια ολόκληρη μιμική, κουνούσε σώμα, χέρια, κεφαλή, έκλεινε τα μάτια, άλλαζε τόνο φωνής. Το ζούσε το παραμύθι και τη ζωή αυτή προσπαθούσε να μεταδώσει στους ακροατές του. Κι όταν το παραμύθι ήταν σπουδαίο και δεν τέλειωνε σε μια βραδιά, μαζεύονταν πάλι όλοι την επόμενη για να μάθουν το τέλος. Τον παραμυθά που ήξερε να λέει μεγάλα παραμύθια, τον είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Δυστυχώς δε σώζονται και πολλές ειδήσεις για τη θέση που είχε το παραμύθι στη ζωή του ελληνικού λαού. Μέσα απ’ τα ίδια τα κείμενα των παραμυθιών μπορεί να βγάλει κανείς πολλά και τα πιο γνήσια συμπεράσματα. Ο λαός έβρισκε δημιουργική διέξοδο, απόλαυση και παρηγοριά στο παραμύθι, εις πείσμα των σπουδαίων και προαπντός των μη σπουδαίων λογίων. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι, με τις μπουμπουνισμένες τους κεφαλές, είναι πάντα οι χειρότεροι απαρνητές και διώκτες του λαϊκού πολιτισμού. Από την εποχή της κλασσικής αρχαιότητας και μέχρι την Αναγέννηση τα παραμύθια φαίνεται πως αγνοήθηκαν ή καταφρονήθηκαν από τους πιο πολλούς λογίους. ”Μυθεύματα γραιώδη” τα αποκαλεί ο Πλάτων. Αλλά τι το δημιουργικό δεν εξοβέλισε ο Πλάτων εν ονόματι των μεγαλοφυών, βεβαίως, αλλά εξίσου μυθολογικών αληθειών του; Την ίδα στάση ήταν φυσικό να τηρήσουν αργότερα και οι μορφωμένοι των άλλων λαών. Και μόνο από το 16ο αιώνα αρχίζει να παρουσιάζεται κάποιο ενδιαφέρον στη δυτική Ευρώπη για τα παραμύθια. Εδώ σε μας σήμερα, στο λαό, επικρατεί η χαρακτηριστική φράση “Αυτά είνα παραμύθια”, ψέματα δηλαδή, όταν θέλουν να αποκρούσουν κάποια ιστορία ή ισχυρισμό. Και το λένε έτσι, γιατί έτσι τους το έμαθαν. Η κατάπτωση εκπορεύεται πάντοτε από παραπάνω. Ελάχιστοι δάσκαλοι — και το ”δάσκαλοι” το εννοώ με την ευρύτερη σημασία του όρου — έχουν τη θέληση, την ευασθησία και τη γνώση να εμπνεύσουν αγάπη και σεβασμό για το λαϊκό αυτό λογοτεχνικό είδος, εξηγώντας την αρχή του και τη λειτουργία του στα παιδιά, αλλά ή το αντιπαρέρχονται ή το χαρακτηρίζουν, όταν τύχει, σαν απάτη περίπου, σαν κάτι μη σοβαρό και ασυμβίβαστο για μορφωμένους, και ξεμπερδεύουν. Διδάσκουν, βλέπεις, τόσες αλήθειες αυτοί, ώστε τους είναι αδύνατον να ανεχθούν κάτι το φανταστικό, που δεν περιβάλλεται μάλιστα από μεταμφιέσεις.
Το κάθε παραμύθι αποτελείται από επεισόδια (μοτίβα) που βρίσκονται μεταξύ τους σε κάποια αρκετά χαλαρή πλοκή. Τα επεισόδια αυτά δεν είναι αποκλειστικό κτήμα κανενός παραμυθιού, αλλά κυκολοφορούν με ευκινησία και περιέχονται, προσαρμοσμένα βέβαια, σε πολλά και διάφορα παραμύθια με διαφορετική μάλιστα υπόθεση. Είναι δηλαδή, κοινοί τόποι των παραμυθιών. Και όχι μονάχα των παραμυθιών. Βρίσκονται πολλές φορές και στα τραγούδια και στις παραδόσεις και στους μύθους των διαφόρων λαών. Το περιέχομενο πάντως των επεισοδίων αυτών δεν είναι καθόλου κοινό. Σε πολλούς μάλιστα φαίνεται σήμερα, όχι απλώς φανταστικό, αλλά τερατωδώς απίθανο. Οι ερευνητές, όμως, διακρίνουν στα απίθανα αυτά για τους σημερινούς επεισόδια, λείψανα και απηχήσεις δοξασιών και καταστάσεων πανάρχαιων και πρωτόγονων. Κατά τη γνώμη τους, οι ανθρωποσφαγές, οι ανθρωποθυσίες, οι αρπαγές γυναικών, η στενή οικειότητα των ανθρώπων με τα ζώα αντιπροσωπεύουν πανάρχαιες κοινωνικές καταστάσεις και αντιλήψεις. Όλες εκείνες οι διηγήσεις για τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τη γη, την ψυχή, τη ζωή στον άλλο κόσμο, τους δράκους, τις νεράιδες, τις λάμιες, τα απίθανα θηρία και τέρατα προέρχονται ασφαλώς απ’ τις θρησκείες των αρχαίων λαών. Αλλά κι απ’ τη μαγεία και την πίστη στις υπερφυσικές ικανότητες των μάγων προέρχονται πολλά απ’ τα επιεσόδια. Τα μαγικά καρφιά, οι βελόνες, τα θαυματουργά μήλα, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, τα εναέρια ταξίδια, μάγων κατορθώματα ή μάλλον επιδιώξεις ήταν. Ένα άλλο, επίσης, μέρος των παραμυθικών επεισοδίων πρέπει οπωσδήποτε να ‘χει την πηγή του στα όνειρα. Τα χωρίς αρχή και τέλος ταξίδια στον άλλο κόσμο, τα απελπιστικώς αδιαπέραστα δάση, τα θαυμαστά παλάτια, που με τη ίδια ευκολία και ταχύτητα παρουσιάζονται ή χάνονται, και γενικά όλες εκείνες οι εναγώνιες και θαμπές περιπλανήσεις φαίνονται να προέρχονται ή τουλάχιστο να είναι επηρεασμένες από τον κόσμο των ονείρων. Πολλοί υποστηρίζουν πως το παραμύθι σαν είδος προήλθε απ’ τα όνειρα, και μάλιστα τα όνειρα των μάγων, που είχαν την τάση αλλά και το καθήκον, να διηγούνται θαυμαστά και υπερφυσικά πράγματα στους πιστούς. Κατόπι με τη διάδοση και παράδοση πλουτίστηκε και στερεοποιήθηκε και ως μορφή και ως περιεχόμενο.”

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου