Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκριάτικα έθιμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αποκριάτικα έθιμα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013



ΜΑΣΚΑ-ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ
Προσωπείο φορά ο θεός, λ.χ. ο Διόνυσος, ο νεκρός, ο πιστός, ο μύστης, ο ηθοποιός, ο κλόουν, ο δήμιος, ο μεταμφιεσμένος του καρναβαλιού. Μιλούμε ακόμη για μάσκα ομορφιάς, αυτή δηλαδή που θα επιτρέψει τη διατήρηση μιας κατάστασης και την ανάσχεση του χρόνου, για μάσκα οξυγόνου που δίνει ζωή. μιλούμε για μάσκες προστατευτικές από αέρια, για μάσκα ξιφασκίας, τεχνιτών όπως οι οξυγονοκολλητές, πυροσβεστών, δυτών αλλά και για τις μάσκες του αθλητισμού, εννοώντας τα φάρμακα ή τα φαρμάκια που μπορεί να πάρει ένας αθλητής για να ανεβάσει την απόδοσή του αλλά και που δρουν στα νεφρά σαν φίλτρο μη επιτρέποντας την ανίχνευση στα ούρα των απαγορευμένων ουσιών κατά τον αντιντόπινγκ έλεγχο. Μάσκα ονομάζεται και το κυρτό μέρος της πλώρης ενός σκάφους από την καρίνα μέχρι το ανώτερο κατάστρωμα, όπου χτυπούν τα κύματα κατά την κίνηση του πλοίου. Μιλούμε ακόμη για μασκάρισμα στη φωτογραφία –επιτρέπει στον φωτογράφο να σκιάσει περισσότερο ένα μέρος της φωτογραφίας και να φωτίσει ένα άλλο, να αναδείξει κάτι σκοτεινιάζοντας κάτι άλλο-, μιλούμε για το προσωπείο της Κου Κλουξ Κλαν, του κλέφτη και του τρομοκράτη, του καταδότη, του χούλιγκαν και των ράμπο, για τον άνθρωπο με το σιδερένιο προσωπείο, τον Ζορό και το Φάντασμα της Όπερας που κρύβει το παραμορφωμένο πρόσωπό του πίσω από μια μάσκα
Το ακίνητο πρόσωπο του ανθρώπου: οι μάσκες. Μάσκες ορθάνοιχτες, αγριεμένες σαν των Αζτέκων, χρυσές και ξαφνιασμένες όπως οι μυκηναϊκές, λαϊκές κι ελληνικές όπως των χορευτών του Τράγου, όπως των χωριάτικων πανηγυριών.
Τι λοιπόν είναι το προσωπείο; Τι είναι μια μάσκα; Διαφοροποιούνται οι δύο έννοιες; Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του προσωπείου και πώς επηρεάζει αυτόν που το φορά; Θα επιχειρήσουμε μια μικρή ανθολόγηση φράσεων σχετικά με τη μάσκα από δημοσιεύματα στον τύπο:
«Οι μάσκες σχετίζονται με την απόκρυψη των χαρακτηριστικών και την ελευθερία ή και την ασυδοσία που πηγάζει από την ανωνυμία», έγραψε ο Αρίστος Γιαννόπουλος σε άρθρο του με τίτλο «Μάτια ερμητικά κλειστά» στο Έψιλον, 09.03.2003. Στο ένθετο της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας «Η τέχνη της ζωής» της ίδιας ημέρας, ο Άρης Μαλανδράκης υπέγραψε ένα πολύ ενδιαφέρον κείμενο με τίτλο «Τα πρόσωπα της μάσκας» (σ. 10-11), κάνοντας αναφορά στη χρήση της στις κινηματογραφικές ταινίες: ερωτική ή επικίνδυνη, χαρμόσυνη και εορταστική στα μιούζικαλ και τις κωμωδίες. Στο δημοσίευμα αυτό ο Μαλανδράκης κάνει μια πολύ ενδιαφέρουσα αντιπαραβολή. Στην ταινία «Ο άνθρωπος με τη σιδερένια μάσκα» (1998) ο ήρωας, τον οποίο υποδύεται ο Λεονάρντο ντι Κάπριο, επιμένει: «Εγώ φοράω τη μάσκα, δεν με φοράει αυτή». Συχνά, όμως, «η μάσκα διαμορφώνει το πρόσωπο (και τον χαρακτήρα αυτού που τη φοράει». Για παράδειγμα, στην ταινία «Μάσκα» του 1994 ο δειλός τραπεζικός κλητήρας, τον οποίο υποδύεται ο Τζιμ Κάρεϊ, «φορώντας την… αυτοκόλλητη μάσκα αρχαίου θεού των τεχνασμάτων και της απάτης», μετατρεπόταν σε υπερήρωα των καρτούν . «Στον ιδιότυπο ανταγωνισμό προσώπου και προσωπείου, το δεύτερο αναδεικνύεται τις περισσότερες φορές νικητής. […] Όσο δημοφιλές κι αν είναι το πρόσωπο του πρωταγωνιστή, η μάσκα που το καλύπτει κερδίζει – κατά κανόνα – τη μάχη των εντυπώσεων».
Σε συνέντευξη που είχε παραχωρήσει ο Κώστας Καζάκος, με αφορμή το ανέβασμα του έργου του Έντουαρντ Άλμπι Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ, είπε: «Είναι συγκλονιστικός ο τρόπος που ανατέμνει [ο Άλμπι] την περιπέτεια του ανθρώπου. Το μόνο αισιόδοξο μέσα σ’ αυτήν την αδιέξοδη κατάσταση είναι το πέταγμα της μάσκας, το θαρραλέο κοίταγμα της αλήθειας». Σε αυτήν την περίπτωση η μάσκα, το κοινωνικό προσωπείο είναι συνυφασμένο με τη μη αλήθεια και τον φόβο να τη δει και να την αντέξει κάποιος. Από την άλλη πάλι, φορώντας ο μασκαράς τη μάσκα του, και με όργανο το γέλιο, ξεδιπλώνει πτυχές του Είναι που του είναι απαγορευμένες, άγνωστες, μυστικές, ξεπερνώντας τον φόβο της κοινωνικής κατάκρισης. Και βέβαια, γνωστή είναι η θλίψη που προκαλεί το χαμογελαστό πρόσωπο του κλόουν με τα ζωγραφισμένα δάκρυα.
Θλίψη και γέλιο, απόκρυψη και αποκάλυψη, απελευθέρωση και δέσμευση, αλήθεια και ψεύδος , θάρρος και φόβος, όλα αυτά μαζί εκρήγνυνται στο σημείο μάσκα ή προσωπείο.
Τι είναι λοιπόν ένα προσωπείο; Τι είναι μια μάσκα; Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στις δύο λέξεις ή χρησιμοποιούνται ταυτόσημα, τουλάχιστον στην καθημερινή τους χρήση; Το ζήτημα του ορισμού και των διαφορών μοιάζει εξαιρετικά σύνθετο. Γι’ αυτό θα καταφύγουμε σε λεξικά και ορισμούς, καθώς και σε σώματα κειμένων.
i. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη προσωπείον ή προσωπίς ή προσώπιον ή πρόσωπον είναι συνυφασμένη με το φτιασίδι, με την άσχημη εμφάνιση, με την προσποίηση, μίμηση. Αναφέρω ορισμένα παραδείγματα: προσωπείον φέρει σημαίνει παρέχει όψη κακή, άσχημη (Λουκ., Νιγ. 11, Τίμων 28). Ο Ησύχιος δίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα ερμηνεία συνδέοντας το προσωπείο με τη γυναικεία περιποίηση ή παρέμβαση στην εμφάνιση του προσώπου μέσω του μακιγιάζ: προσωπείον η νυν καλουμένη των γυναικών προσωπίς . Σε συγγραφείς όπως ο Αριστοτέλης (Ποιητ. 5, 2 και 4) ή ο Αισχύλος (Ευμ. 990) η λέξη σημαίνει τη μάσκα, με τη σημασία που τη χρησιμοποιούμε σήμερα –προσωπείον ή πρόσωπον υπάργυρον κατά χρυσόν (Συλλ. Επιγρ. 139). Θυμίζουμε ότι η λέξη προέρχεται από την πρόθεση προς και θέμα του ρήματος οράω, ορώ, συγκεκριμένα το θέμα οπ- (όψομαι ο μέλλοντας, όπωπα ο παρακείμενος). Το προσωπείο, δηλαδή, είναι συνυφασμένο με αυτό που βλέπουμε, με αυτό που φαίνεται, με ένα φαινόμενο που μπορεί να αντίκειται στο Είναι.
«Θα του βγάλω τη μάσκα, όπως θα βγάλω και ’γω τη δική μου, και θα κοιταχτούμε, αυτή τη φορά πρόσωπο με πρόσωπο, δίχως πέπλα και δίχως ψέματα…» (Gaston Leroux, Το φάντασμα της όπερας. Μετ. Άντα Καμπατσέα. Αθήνα: Λιβάνης, 2005, 165.)
Να σημειώσουμε ακόμη ότι η πρόθεση προς (προσ-ωπείο) στη σύνθεση σημαίνει προσθήκη, προσέτι, επιπλέον. Επομένως, το προσωπείο είναι κάτι που προστίθεται στην όψη, μπαίνει πάνω από αυτή. Σε αυτή την περίπτωση προβάλλει ένα ακόμη ερώτημα: το προσωπείο κρύβει την όψη ή κρύβοντάς την αποκαλύπτει μιαν αλήθεια του φέροντος το προσωπείο; Ο Μάνος Χατζιδάκις δήλωνε: «Οι μάσκες μας βοηθούν να φοράμε κάθε φορά το αληθινό μας πρόσωπο. Ταυτιζόμαστε τόσο πολύ ώστε ο καθρέφτης να φανερώνει τις σκηνές παρελθόντος ή μη επιθυμητού μέλλοντος. Στον αντίποδα του Χατζιδάκι στέκεται ο Γ. Τσαρούχης: «Η μανία μου για τη μάσκα σταμάτησε όταν μια μέρα ανακάλυψα πως το ανθρώπινο πρόσωπο είναι κι αυτό μια μάσκα, που μας γελά. Ο άνθρωπος όμως φοβάται και αποφεύγει τον εαυτό του, κι ό,τι έχει μέσα του το κάνει κάλυμμα του εαυτού του, και καταντά σαν αστακός ή σαν στρείδι, βάζοντας το σκελετό του πάνω από τη σάρκα του…» (Φωτόπουλος, 2006, 182). Και ο Μάλκολμ Μπράντμπερι: «Είναι το πρόβλημα του προσώπου και του προσωπείου. Πόσα προσωπεία πρέπει να βγάλουμε, μέχρι να φτάσουμε στο πραγματικό πρόσωπο; Και βέβαια, αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο του ηθοποιού, αλλά και πρόβλημα κάθε ανθρώπινης ύπαρξης. Είμαστε άνθρωποι ή προσωπεία;» (Μπράντμπερι 2000, 600-601).  
ii. Όσο για την προέλευση της λέξης μάσκα, ο Χλωρός στο Λεξικό του αναφέρει τη λέξη μασχαρά που θεωρείται αραβική και σημαίνει τον περίγελο αλλά και τον γελωτοποιό με βάση το τριγράμματο σ(ά)χ(ι)ρ(α) που σημαίνει κοροϊδεύω. Στο Λεξικό του Bloomsbery αναφέρεται ότι στη συνέχεια, τον 16ο αιώνα, πήραν τη λέξη οι Ιταλοί με τη μορφή maschera, οι Γάλλοι ως masque και οι Άγγλοι ως mask. Μασχαρά, λοιπόν, ίσον περίγελος, γελωτοποιός, αυτός δηλαδή που δεν τον παίρνει κανείς στα σοβαρά αλλά και αυτός που με όργανο το γέλιο και το πείραγμα τολμά να πει στον βασιλιά αυτό που κανένας άλλος δεν τολμά να του πει: την αλήθεια. Κι αν ο βασιλιάς θυμώσει εναντίον του, ο γελωτοποιός επικαλείται την ανοησία και το αστείο.
Αλλά μάσκα ήταν και ένα είδος περίτεχνης θεατρικής δημιουργίας, κατ’ εξοχήν αυλικής, που πρωτοεμφανίστηκε στην Ιταλία της Αναγέννησης αλλά άνθησε στην Αγγλία κατά τη βασιλεία της Ελισάβετ Α΄, του Ιάκωβου Α΄ και του Καρόλου Α’. Ονομάστηκε έτσι από τους ομιλούντες χαρακτήρας, οι οποίοι φορούσαν μάσκες, και τους οποίους συχνά υποδύονταν ερασιτέχνες αυλικοί. Υποτυπώδης πλοκή, μυθολογική ή αλληγορική, συνείχε την ποίηση, το τραγούδι, τον χορό, τα εντυπωσιακά κοστούμια, τα σκηνικά και τα σκηνικά μηχανήματα, που αποτελούσαν τα συστατικά στοιχεία της μάσκας. Το έργο τελείωνε με ένα χορό όπου οι ηθοποιοί πετούσαν τις μάσκες και ενώνονταν με το κοινό. Ο θρίαμβος της μάσκας έληξε με την κυριαρχία των πουριτανών στα μέσα του 17ου αιώνα, οι οποίοι απαγόρευσαν ένα τόσο δαπανηρό θέαμα. Ben Jonson, Shakespeare (η εγκιβωτισμένη μάσκα στη Δ’ Πράξη της Τρικυμίας), Milton ασχολήθηκαν με τη μάσκα, ενώ ο Jonson καλλιέργησε και το είδος της αντιμάσκας με χαρακτήρες γκροτέσκους και ατίθασους, με δράση αστεία και χιούμορ χοντροκομμένο.


ΑΠΟΚΡΙΑΤΙΚΑ ΕΘΙΜΑ
Το Γαϊτανάκι - γαϊτάνι (έθιμο αποκριάς)

Από τα λίγα έθιμα που διατηρούνται αυτούσια ως τις μέρες μας, το γαϊτανάκι είναι ένας χορός που δένει απόλυτα με το χρώμα και το κέφι της αποκριάς.
Το γαϊτανάκι πέρασε στην Ελλάδα από πρόσφυγες του Πόντου και της Μικράς Ασίας και έδεσε απόλυτα με τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο!
Δεκατρία άτομα χρειάζονται για να στήσουν το χορό. Ο ένας κρατά ένα μεγάλο στύλο στο κέντρο, από την κορυφή του οποίου ξεκινούν 12 μακριές κορδέλες, καθεμιά με διαφορετικό χρώμα.
Οι κορδέλες αυτές λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομά τους στο έθιμο.
Γύρω από το στύλο, 12 χορευτές κρατούν από ένα γαϊτάνι και χορεύουν μαζί, σε 6 ζευγάρια, τραγουδώντας το παραδοσιακό τραγούδι.
Καθώς κινούνται γύρω από το στύλο, κάθε χορευτής εναλλάσσεται με το ταίρι του κι έτσι όπως γυρνούν πλέκουν τις κορδέλες γύρω από το στύλο δημιουργώντας χρωματιστούς συνδυασμούς.
Ο ένας χορευτής περνάει τη μια φορά μέσα και την άλλη από έξω από τον άλλον και έτσι οι κορδέλες πλέκονται πολύχρωμες πάνω στο κοντάρι δημιουργώντας διάφορα χρωματιστά σχέδια.
Όταν πια οι κορδέλες τυλιχτούν γύρω από το στύλο και οι χορευτές χορεύουν όλο και πιο κοντά σε αυτόν, τότε ο χορός τελειώνει και το στολισμένο γαϊτανάκι μένει να θυμίζει το αποκριάτικο πνεύμα.
Πιθανόν ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από την χαρά στην λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από την ζωή στον θάνατο και το αντίθετο.

Παραλλαγές

Αυτό το έθιμο αναφέρεται και σε περιοχές όπως η Θεσσαλία (Καλλιπεύκη κ.α.), όπου την ομάδα πλαισίωναν και διάφορα άλλα εθιμικά πρόσωπα όπως ο Καραγκιόζης, το Καραγκιοζόπουλο, οι Κλέφτες κ.ά. με ανάλογη μεταμφίεση.

Το Γαϊτανάκι όμως απαντά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όπως στην περιοχή της Ρόδου όπου χορεύεται με πιο απλουστευμένη χορευτική μορφή (Κριτινιά) ή ως σκωπτικός χορός, χωρίς τις χορευτικές περιπλοκές του θεσσαλικού δρωμένου.

Μεταμφιέσεις Αποκριάς και Καρναβαλιού

Εκτός από τα συμπόσια, τις διασκεδάσεις, τα χοιροσφάγια, την θύμηση των νεκρών, κύριο χαρακτηριστικό των Απόκρεω είναι οι μεταμφιέσεις, οι προσωπιδοφορίες, για τον τόπο μας οι «μουτσούνες», σπάνια με μάσκα, περισσότερο με μακιγιάζ και μουντζούρα από τον πάτο του «λεβετιού».
Παλιότερα χρησιμοποιούσαν διάφορα ονόματα κατά τόπους για τους μασκαράδες.
Τους έλεγαν: Κουδουνάτους, γιανίτσαρους, κουκούγερους, μούσκουρους, κουμουζέλε, καρνάβαλους, προσώπεια κ.ά.
Βασικό γνώρισμα των μασκαράδων η μάσκα. Οι αρχαίοι ΄Ελληνες, οι λατρευτές του Διόνυσου του Θεού του κρασιού και της διασκέδασης, έβαφαν το πρόσωπό τους με τρύγια. Οι άγριες φυλές της Αφρικής και της Ασίας διατηρούν μέχρι και σήμερα τα χαρακτηριστικά της προσωπιδικής λατρείας.
Πρώτος «εφευρέτης» της θεατρικής μάσκας θεωρείται ο τραγικός ποιητής Αισχύλος. Ολοι οι ηθοποιοί των τραγωδιών και κωμωδιών της αρχαιότητας φορούσαν προσωπεία.
Η μάσκα θεωρείται απόγονος των αρχαίων κωμικών και σατυρικών προσωπείων που φορούσαν οι ηθοποιοί. Οι μάσκες αυτές ήταν πήλινες και όμοιες μεταξύ τους.
Στην συνέχεια οι Ρωμαίοι έφτιαξαν μάσκες που διέφεραν η μια από την άλλη και παρίσταναν διάφορους τύπους της κωμωδίας.
Πολλούς αιώνες αργότερα, στην Βόρεια Ιταλία, αναπτύχθηκε το θεατρικό είδος της Κομέντια ντελ άρτε, που εισήγαγε τύπους, όπως ο αρλεκίνος και η κολομπίνα με τις ανάλογες μάσκες και ενδυμασίες, αλλά και μάσκες χρυσές που έχουν την μορφή πουλιών. Η μαύρη βελούδινη μάσκα των μεταμφιεσμένων στο καρναβάλι της Βενετίας, λεγόταν λούπι. Κανένας δεν είχε το δικαίωμα να βγάλει τη μάσκα ενός προσωπιδοφόρου κι αυτό το έθιμο το σέβονταν ακόμα και οι μεγαλύτεροι άρχοντες και αφέντες της χώρας. Οι μασκαράδες φορώντας την μάσκα δεν αναγνωρίζονταν γι' αυτό ένιωθουν απελευθερωμένοι από τον καθωσπρεπισμό και τη σοβαροφάνειά τους, με αποτέλεσμα να λένε και να κάνουν πράγματα, που δεν θα τολμούσαν να σκεφθούν χωρίς την μάσκα.
Οι μεταμφιέσεις συνδιάζονταν με αθυροστομίες, με θεατρικού διαλόγους, παρουσίαση διαφόρων δρώμενων. Αναβίωναν προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ακουγόταν άσεμνα τραγούδια, γινόταν εικονικές δίκες.

Κυριακή της Τυρινής


Η τρανή αποκριά
Η καθαυτή αποκριά με τα πολλά έθιμα είναι η τελευταία Κυριακή της Τυροφάγου, που λέγεται αλλιώς τρανή αποκριά, διότι τότε φθάνουν στο αποκορύφωμά τους τα φαγοπότια και τα γλέντια.
Ο Γ. Α. Μέγας αναφέρει:
όταν φθάσει η Κυριακή αυτή, εκτείνονται στο έπακρο η ευθυμία, οι αθυροστομίες των μεταμφιεσμένων, οι άσεμνες εμφανίσεις και οι χοροί. Η ημέρα όλη περνά με την κίνηση των μασκαράδων, με τις επισκέψεις και προπάντων με τα πλούσια φαγοπότια, με κύριο γνώρισμα τα γαλακτώδη εδέσματα. Τον γενικό θόρυβο επιτείνουν οι εκπυρσοκροτήσεις των κροτίδων και των ρουκετών.
Δεν νοείται καλοπέραση και αποκριά χωρίς τα φαγοπότια:
Είναι και αυτά ομοιοπαθητικές προσπάθειες για την ευφορία της γης,
όπως αναφέρει ο λαογράφος Λουκάτος.
Τυρινή Εβδομάδα στην Αρκαδία
Μετά την Κρεατινή εβδομάδα, εβδομάδα της απολυτής ακολουθεί η Τυρινή Εβδομάδα, με έμφαση γιορτασμού την Τυρινή Κυριακή.
Την εβδομάδα αυτή εξαφανιζόταν από το σπίτι όλα τα κρεατικά.
Το Παστό ήταν στις λαγήνες του, και κανείς δεν αρτευόταν.
Οι τσομπάνηδες μοίραζαν γάλα στους χωριανούς τους για να φτιάξουν τις γαλόπιτες τις ξιπόλυτες, τις μακαρονόπιτες και τυρόπιτες να πήξουνε τις γιαούρτες.
Οι νοικοκυρές ετοίμασαν τα γαλακτερά φαγητά και γλυκίσματα αυτά για να κεράσουν τους φίλους .
Το Σάββατο της Τυρινής οι γυναίκες φτιάχναν τα ψυχούδια. Μικρά στρογγυλά ψωμάκια με τη σφραγίδα στη μέση , σαν πρόσφορο . Την ημέρα αυτή μαζεύονται και τα παιδιά στα νεκροταφείο. Κάθονται καταγής. Παίρνουν από ένα ψυχούδι και λένε:
"Είδαμε δεν είδαμε. Θεός συγχωρήσει τα, τους περσινούς,
τους φετεινούς και τους απολησμονημένους".
Οι γυναίκες μαζί με τα ψυχούδια, έχουν ένα σίδερο του σιδερώματος με αναμμένα κάρβουνα, για να ρίξουν μαζί με λιβάνι, επάνω στο μνήμα. Στις ψυχές προτού φύγουν θα αφήσουν μια μπουκιά ψυχούδι μουσκεμένο στο κρασί.
Έμφαση σε όλα δίνοταν την Κυριακή της Τυρινής.
Το πρωί ήταν ο καθιερωμένος εκκλησιασμό.
Το μεσημέρι το τραπέζι περιλάμβανε, πρώτα το τυροζούμι (αραιή άρμη για τους Χαβαραίους), βακαλάο, πλακί ή ψητό στη μπουγάνα με σκορδαλιά.
Ο βακαλάος τότε ήταν το φαί των φτωχών.
Συνοδευόταν από γαλόπιτα την ξιπόλυτη, γιατί δεν είχε φύλλο.
Το βράδυ ετοίμαζαν μακαρόνια με μπόλικη μυζήθρα και με χοιρινό λίπος που συνοδευόταν από τηγανητό βακαλάο και κρασί.
Το πρώτο μακαρόνι τα κορίτσια το έβαζαν  χωρίς να το δει κανείς,
κάτω από το μαξιλάρι τους για να δουν ποιόν θα παντρευτούν.
Έτρωγαν και τη γαλόπιτα ανάμεσα σε όλα, με ευχές "Καλή Σαρακοστή" και "ανάπαυση στις ψυχές των πεθαμένων".
Το γλέντι τέλειωνε με το ψήσιμο των αυγών στη θράκα ή μάλλον στη χόβολη , ένα για τον καθένα του σπιτιού , αλλά και για κάθε ζωντανό. Μερικά ίδρωναν και άλλα έσπαγαν. Σε κάθε τόπο ερμήνευαν το γεγονός διαφορετικά.
Το ιδρωμένο ήταν του Τεμπέλη και αυτού που έσκαγε ήταν "οι οχτροί του που σκάσανε από το κακό τους". Όσο πιο πολύ θόρυβο έκανε και διαλυόταν τόσο πιο τυχερός ήταν.
Το ιδρωμένο είναι του δυνατού ενώ το σκασμένο είναι του τεμπέλη.
Αυτού που έσκασε το αυγό λέγαν ότι θα παντρευτεί σε μέρη μακρινά.
Οι κοπέλες έψηναν το αυγό τους και έβγαιναν έξω κοιτώντας τον ουρανό σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Αν το αστέρι τους μετακινιόταν τότε θα ξενιτευόταν, αν όχι θα έμεναν για να παντρευτούν εδώ, στον τόπο τους.
Τα τσόφλια τα πετούσαν στην φωτιά. Καθώς έσκαγαν έλεγαν:
έτσι να σκάσουν και οι εχθροί μας.
Κρέμαγαν το δεμένο αυγό από το νταβάνι, ο πατέρας το κουνούσε στα ανοιχτά στόματα των παιδιών για να το πιάσουνε. Ήταν ο τυχερός αυτός που το έπιανε.
Κάπου από το αυγό της Κυριακής της Τυρινής τρώγαν μόνο το μισό.
Το άλλα το πετούσαν για να το ολοκληρώσουν την Ανάσταση τρώγοντας το άλλο μισό.
Δείγμα του κύκλου της Σαρακοστής.
Με τα αυγά τελείωναν οι Αποκριές και με αυγά άρχιζε το Πάσχα.
Εκείνο το βράδυ διώχναν και τους ψύλλους από το σπίτι τους.
Έβγαιναν έξω φωνάζοντας τους γείτονες.
Αν ο γείτονας ξεχνούσε το έθιμο κι έβγαινε έξω του έλεγαν:
"Εμείς τους ξεχειμωνιάσαμε, εσείς να τους ξεκαλοκαιριάσετε".
Το κοινό τραπέζι μεταξύ όλων των συγγενών και φίλων γινόταν το βράδυ της τελευταίας Αποκριάς. Πρώτος ο παππούς καμάρωνε τη γενιά του, έκανε το σταυρό του, ευχόταν "Καλή Σαρακοστή" και "του χρόνου" μαζί με ορμήνιες:
 Ομόνια και γεροσύνη, γεροσύνη να' χουμε εμείς και τα ζa μας.
Επιβεβαιωνόταν το δέσιμο μέσα και από την διαδικασία του "συχώριου".
Τα αποφάγια του σπιτιού πήγαιναν στα τρία σημεία του χωραφιού ή τα θα τα έδεναν οι γυναίκες σε τρεις κόμπους, μέσα στα πατσαβούρια, ενώ έλεγαν
 "Δένω την αλπού, τα φίδια, τις νυφίτσες, όλα τα σούρμενα και τα πετούμενα".
Θα τα τοποθετούσε στη ρίζα των βάτων ένα αρσενικό παιδί.
Έθιμα διατροφής την Κυριακή της Τυρινής
Η Κυριακή της Απόκρεω είναι η τελευταία μέρα που τρώνε κόκκινο κρέας.
Η εβδομάδα μεταξύ της Κυριακής της Απόκρεω και της Κυριακής της Τυρινής είναι οι μέρες που τρώνε ψάρι, τυρί, γάλα και αυγά.
Ακόμη και κάποια παραδοσιακά σατυρικά τραγούδια μεταφέρουν το θέμα του αποχαιρετισμού του τυριού (Τύρος) και του καλωσορίσματος
του κρεμμυδιού και του πράσου.

Στην Αρκαδία υπάρχει η παράδοση να τρώγεται το τυροζούμι, υδαρές βραστό με άγρια χόρτα σερβιρισμένο με κομμάτια τυριού μυζήθρα. Σερβίρεται σαν  πρώτο πιάτο, ενώ όλοι όσοι κάθονται στο τραπέζι το τρώνε αφού πρώτα σηκώσουν το τραπέζι με τα χέρια τρεις φορές. Το κυρίως πιάτο είναι μακαρόνια πασπαλισμένα με πολύ τυρί. Κατά τη διάρκεια του απογεύματος, τα ανύπαντρα νεαρά άτομα θα κλέψουν ένα κομμάτι μακαρόνι και θα το βάλουν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν.
Οι κοινότητες των Βλάχων των ορεινών περιοχών της κεντρικής Ελλάδας φτιάχνουν παραδοσιακές γαλατόπιτες, τυρόπιτες ή πίτες με τραχανά.

Στο νησί της Καρπάθου κατά την παράδοση όλοι καλούνται στο σπίτι του δημάρχου, όπου υπάρχει ένας μεγάλος μπουφές με ψάρι, γαλακτοκομικά προϊόντα, γλυκά φτιαγμένα µε μυζήθρα, πουτίγκα ρυζιού και ποτό, που ονομάζεται σιτάκα καρυκευμένο με βούτυρο και μέλι.
Στη Μήλο και την Κέα τα υπολείμματα του φαγητού από τη γιορτή της Τυροφάγου μένουν στο τραπέζι μέχρι το επόμενο πρωί, για την περίπτωση που το φάντασμα του σπιτιού πεινάσει την νύχτα.
Έθιμο της Τυροφάγου είναι το βραδινό γεύμα να τελειώνει με αυγά, βρασμένα ή ψημένα στο τζάκι.
Σε κάποιες περιοχές της Ελλάδας, τα μέλη της οικογένειας βάζουν τα αυγά τους κοντά στην θράκα του τζακιού για να ψηθούν και περιμένουν να δουν ποιανού το αυγό θα «ιδρώσει» πρώτο (σημάδι ότι αυτός ή αυτή θα έχουν καλή χρονιά).
Ο συμβολισμός αυτής της παράδοσης είναι ότι σφραγίζεται το στόμα με αυγό και ανοίγει το στόμα με αυγό το Πάσχα.

Άλλο παλιό έθιμο στην Καστοριά είναι το χασκαρις: ένα αυγό δένεται στο άκρο μίας κλωστής και περνάει γρήγορα από στόμα σε στόμα. Το άτομο που καταφέρνει να το πιάσει είναι ο νικητής.

Καθαρά Δευτέρα (Έθιμα Αποκριάς)
Η Καθαρά Δευτέρα είναι το τέλος των Απόκρεω και η πρώτη μέρα της Σαρακοστής.
Η λέξη Καθαρή εκκλησιαστικά σημαίνει το ξεκίνημα της κάθαρσης των Χριστιανών που αρχίζει με νηστεία.
Από την Καθαρά Δευτέρα ξεκινάει η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Απαραίτητα στοιχεία της αποκριάς θεωρούνται τα κούλουμα και ο χαρταετός.
Ο εορτασμός του καρναβαλιού κλείνει με τα κούλουμα και το πέταγμα του χαρταετού.
Με τον όρο κούλουμα, εννοούμε τη μαζική έξοδο του κόσμου στην ύπαιθρο και τον εορτασμό της Καθαράς Δευτέρας έξω στην φύση.

Τα κούλουμα είναι γνωστά και σαν κούλουμπα, κούμουλες, κουμουλάθες ή κούμουλα.
Είναι ένα παραδοσιακό λαϊκό πανηγύρι
Σύμφωνα με τον πατέρα της ελληνικής λαογραφίας Νικόλαο Πολίτη η προέλευση της λέξης είναι λατινική, από το cumulus που εκτός από την σημασία του σωρού,
σημαίνει και την αφθονία, το περίσσευμα, το πέρας, αλλά και τον επίλογο.

Η γιορτή της Καθαράς Δευτέρας θεωρείται ο επίλογος των βακχικών εορτών της αποκριάς, οι οποίες ουσιαστικά αρχίζουν την Τσικνοπέμπτη και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα.

Σε ορισμένες περιοχές της Ελλάδος την Καθαρά Δευτέρα καθαρίζουν ό,τι απόμεινε από τα μη νηστίσιμα φαγητά της αποκριάς, διότι και τέτοιου είδους λιχουδιές γεύονται μερικοί, αντί για λαγάνες, χαλβά, ελιές και πίκλες που προτιμούν οι πιο πολλοί, σαν αποτοξίνωση από τα πλούσια φαγοπότια της αποκριάς.

Σε άλλα μέρη της Ελλάδας, όπως π.χ. στην Ήπειρο, οι νοικοκυρές καθαρίζουν τις κατσαρόλες και όλα τα χάλκινα σκεύη από τα λίπη της αποκριάς με ζεστό σταχτόνερο μέχρι ν' αστράψουν και βάφουν άσπρα τα πεζοδρόμια.
Αντίθετα άλλοι βάφουν μαύρα τα πρόσωπά τους με καπνιά ή μπογιά παπουτσιών,
καθώς χορεύουν και μεθούν όλη την ημέρα σε υπαίθριες συγκεντρώσεις.
Απαραίτητο συμπλήρωμα της Καθαράς Δευτέρας αποτελεί το πέταγμα του χαρταετού, του αστεριού στα ψηλώματα. Τους χαρταετούς τους κατασκεύαζαν παλιά μόνοι τους με καλάμια και χαρτί. Ήθελαν μαστοριά στο ζύγισμα. Αν δεν τα κατάφερνες να τα ζυγιάσεις χαρταετό ψηλά δεν έβλεπες.
Με το χαρταετό πέταγαν μακριά κάθε έγνοια του χειμώνα, με τον ερχομό της άνοιξης.
Καθαρά Δευτέρα στην Ηλεία (έθιμα)
Η Καθαρά Δευτέρα γιορτάζεται στην εξοχή με νηστίσιμα,
που δεν κόβουν λίξα και κρασί, γι' αυτό και γυρίζουν μεθυσμένοι
(όπως λέγαν στο Χάβαρι).
Τα κοινά έθιμα είναι το άζυμο ψωμί δηλαδή η λαγάνα και τα λογιών νηστίσιμα φαγώσιμα (μαρουλάκια, κρεμύδια και σκόρδα, ταραμάς, ελιές, φασολάδες λευκές, βοβριά κ.α.).
Στον τόπο μας τα βρασμένα κουκιά ήταν σήμα κατατεθέν της ημέρας.
Οι νοικοκυρές ζύμωναν ψωμί λιζό, την μπουγάτσα.
Πάμε να χαλάσουμε τα Κούλουμα, λέγαν οι Καρδαμαίοι.
Η προετοιμασία εκεί αρχίζει από τους μπακάληδες που πουλούν βρασμένα κουκιά με ρίγανη και όλα τα νηστίσιμα. Τόση ήταν η κίνηση στον καρδαμά τότε, που οι έμποροι και οι καταστηματάρχες ζήτησαν να καθιερωθεί η ημέρα αυτή ως αργία και ημέρα πανηγυριού. Ο Πρόεδρος συγκαλεί Κοινοτικό Συμβούλιο.
Στις 28-2-1954 καθορίζεται η αργία και το πανηγύρι, με όλα τα σχετικά καταστήματα να εξυπηρετούν τους πανηγυριστές και δημιουργεί αγροτική παρέλαση, με ανθοστολισμένα "άρματα" και μεταμφιεσμένους.
Οι Αγραπιδοχωρήτες που εγκαταστάθηκαν στην Ηλεία φτιάχναν και τα αλμυροκούλουρα. Οι κοπέλες αν με το μακαρόνι της Τυρινής δεν έβλεπαν στον ύπνο τους ποιον θα πάρουν για άνδρα, τότε την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν αλμυροκούλουρα, και δεν έπιναν καθόλου νερό για να πάει ο μέλλον σύζυγός τους στο όνειρό τους, να τους δώσει νερό να ξεδιψάσουν.
Έλεγαν:
"Τρώνε την αλμυροκουλούρα για να δούνε ποιον θα πάρουνε"
Το έθιμο αυτό υπάρχει σε πολλές περιοχές.

Αλλού την παραμονή της Καθαράς Δευτέρας οι γυναίκες έβγαζαν βορβούς.
Πρόσεχαν ο πρώτος να είναι ο μεγαλύτερος. Τον τοποθετούσαν με τα φύλλα του το πρωί της Καθαράς Δευτέρας. στην πόρτα του σπιτιού.
Το βράδυ τον έβγαζαν στη μαλάθα του ψωμιού μέχρι το Πάσχα,
για να είναι φτούρια το ψωμί του σπιτιού.
Την ημέρα αυτή ήταν συνήθεια να μαζεύονται οι περισσότεροι σε συγκεκριμένους τόπους, για να γιορτάζουν τα "Κούλουμα".
Οι Σαβαλαίοι πήγαιναν σε τόπο γεμάτο από Σπέντζες, στην Σπετζολουλουδιά.
Οι Αμαλιαδαίοι διάλεγαν την Φραγκαβίλα.
Στην περιοχή μας λάμβαναν χώρα και κάποια δρώμενα.
Το κάψιμο του Καρνάβαλου, ο γάμος και η κηδεία, οι γαϊδουροδρομίες και άλλα παιχνίδια, που τα συνόδευαν μουντζουρώματα και αλευρώματα κ.α.

Με την Καθαρο-Δευτέρα ξεκινούσε η Μεγάλη Σαρακοστή. οι πρώτες τρεις μέρες επέβαλαν αυστηρή νηστεία. Όχι μόνο δεν έτρωγαν λάδι οι νηστικοί, μόνο νερό έπιναν.
Το βράδυ λίγες σταφίδες να ξεγελάσουν την σφοδρή πείνα τους.
Έτσι θεωρούσαν τον εαυτό τους άξιο της θείας Κοινωνίας με την λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων, την Τετάρτη που ακολουθούσε.
Άξιοι για την θεία Κοινωνία, αλλά και το αντάλλαγμα της σοβαρό.
Κι αυτό φόβιζε προπάντων τις γριές.
Έτσι δεν μπορούσαν να ευχαριστηθούν την Τυρινή (Τουρνή) με τα καλούδια της.
Η κατάσταση αυτή γέννησε την παροιμία:
Όσο συλλογάται η γριά το Τρίμερο, μαύρη Τουρνή (Τυρινή) την πάει.