Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

”Παραμύθια του λαού μας”, Εισαγωγικό σημείωμα από το Γιώργο Ιωάννου

”Παραμύθια του λαού μας”, Αθήνα, 1973, Ερμής. Εισαγωγικό σημείωμα από το Γιώργο Ιωάννου
” Το παραμύθι είναι η πεζή λογοτεχνική αφήγηση του λαού, το διήγημά του, η νουβέλα του. Μοναδικός στόχος του είναι η ευχαρίστηση των ακροατών.
Όλα μες στο παραμύθι είναι θαμπά και αόριστα, και ο τόπος και ο χρόνος και τα πρόσωπα. Ο παραπάνω κανόνας σπάνια παραβαίνεται κι εκείνο, συνήθως, στα παραμύθια όπου βρίσκονται ενσωματωμένες εντόπιες παραδόσεις, γιατί ταιριάζουν με το θέμα ή την εξέλιξη του παραμυθιού. Αλλά και τότε η προσαρμογή – τοπική ιδίως – είναι ολότελα εξωτερική και το παραμύθι στην ουσία του εξακολουθεί να παραμένει θαμπό και αόριστο.
Το παραμύθι αρχίζει και τελειώνει με φράσεις στερεότυπες, πολλές φορές έμμετρες κι ευτράπελες, που τονίζουν όμως με έμφαση την αοριστία του και την πλαστότητά του. Θαρρείς πως υπήρχε ανάγκη και υποχρέωση από τη μεριά του αφηγητή να γίνει η υπόμνηση για να συνέλθει και να αποκολληθεί το ακροατήριο από το μαγικό κόσμο στον οποίο είχε μεταφερθεί και μπλέξει.
Το παραμύθι ξεκινά από την ηρεμία ή μάλλον από μία παγιωμένη κατάσταση ανάγκης και καταλήγει πάλι στην ηρεμία, στην πλήρωση της ανάγκης, αφού όμως ενδιάμεσα έχει κυριαρχηθεί από υπεράνθρωπη δράση και κίνηση για να κατανικηθούν τα εμπόδια. Μέσα στο παραμύθι δε χάνεται κανείς σε λεπτομερείς περιγραφές προσώπων ή πραγμάτων, ένας σύντομος χαρακτηρισμός αρκεί.
Όλα θεωρούνται γνωστά – και είναι γνωστά – είτε απ’ την υλική, είτε απ’ τη μυθολογική, μα ζωντανή πραγματικότητα. Γι’ αυτό και το πραγματικό με το υπερφυσικό συσχετίζονται και συνυπάρχουν σαν κάτι το απόλυτα συνηθισμένο. Απ’ την άποψη αυτή η ατμόσφαιρα πολλών παραμυθιών μάς θυμίζει έντονα τα ομηρικά έπη και την Παλαιά Διαθήκη: Ιερά κείμενα και τα δυό, καταγραφείς εποχών βαθιάς πίστης. Χρειάζεται να είναι μεγάλη ψυχολογικά η εποχή για ν’ ανθίσει σ’ ένα λαό το παραμύθι. Και τέτοιες είναι οι εποχές των στερήσεων και της καρτερίας.

Στο παραμύθι οι καταστάσεις και τα πρόσωπα είναι τραβηγμένα στα άκρα. Όλα είναι δυνατό να συμβούν και να κατορθωθούν—αδύνατο δεν υπάρχει. Οι ήρωες εδώ είναι ή πολύ όμορφοι ή πολύ άσκημοι ή πολύ φτωχοί ή πολύ πλούσιοι ή πολύ καλοί ή πολύ κακοί. Μέσες και συνηθισμένες περιπτώσεις στα κυρίως παραμύθια σπανίζουν ή μάλλον δεν υπάρχουν.
Πολλοί σήμερα, ακόμα και μορφωμένοι, μπερδεύουν το παραμύθι με τις παραδόσεις και τους μύθους. Άλλο πράγμα όμως το παραμύθι, κι άλλο οι μύθοι και οι παραδόσεις. Τις παραδόσεις ο λαός τις πιστεύει —τις πίστευε— για αληθινές, ενώ το παραμύθι δεν το πιστεύει καθόλου για αληθινό, το ακούει όμως με ευχαρίστηση γιατί τον ψυχαγωγεί και τον βάζει σε σκέψεις, ίσως ίσως και σε ελπίδες. Εκτός αυτού, οι παραδόσεις αναφέρονται σε συγκεκριμένα πρόσωπα, τόπους και πράγματα. Οι μύθοι πάλι είναι σύντομες και σχεδόν χωρίς πλοκή αλληγορικές, συνήθως, ιστορίες με ολοφάνερα διδακτικό χαρακτήρα. Απ’ την πανάρχαια εποχή στους μύθους πρωταγωνιστούν τα ζώα. Κατά βάθος, βέβαια, όλα αυτά τα είδη του λαϊκού πεζού λόγου είναι αρκετά συγγενικά μεταξύ τους και συχνά μέσα στο παραμύθι συμπλέκονται αξεδιάλυτα.
Αλήθεια είναι πως τα παραμύθια σήμερα απασχολούν το ενδιαφέρον σχεδόν μοναχά των παιδιών. [...] Τα πράγματα, βέβαια, δεν ήταν άλλοτε έτσι. Τα παραμύθια φκιάχνονταν και λέγονταν για μεγάλους κυρίως. Και η παρουσίαση ενός παραμυθιού ήταν σοβαρό γεγονός για τους παλιούς ανθρώπους. Αυτό δεν πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε. [...] Όλοι οι παλιοί, λίγο πολύ, ξέραν να λένε παραμύθια. Υπήρχαν όμως ανάμεσά τους μερικοί προικισμένοι, που ήξεραν νατα διηγούνται με ιδιαίτερη τέχνη κι αυτοί συγκέντρωναν τη γενική προτίμηση. Αυτοί οι επιδέξιοι λέγονταν παραμυθάδες οι άντρες και παραμυθούδες οι γυναίκες. Καμιά φορά όταν τους καλούσαν προύχοντες, έπαιρναν ή μάλλον δέχονταν αμοιβή. Το ακροατήριο τούς άκουγε πάντα με θρησκευτική ευλάβεια, με συμμετοχή, πολλές φορές με αγωνία, ξεχνώντας προς στιγμή τη φτώχεια, τη γύμνια, το κρύο και τα βάσανα της μέρας. Ο παραμυθάς ενίσχυε τη διήγησή του με μια ολόκληρη μιμική, κουνούσε σώμα, χέρια, κεφαλή, έκλεινε τα μάτια, άλλαζε τόνο φωνής. Το ζούσε το παραμύθι και τη ζωή αυτή προσπαθούσε να μεταδώσει στους ακροατές του. Κι όταν το παραμύθι ήταν σπουδαίο και δεν τέλειωνε σε μια βραδιά, μαζεύονταν πάλι όλοι την επόμενη για να μάθουν το τέλος. Τον παραμυθά που ήξερε να λέει μεγάλα παραμύθια, τον είχαν σε ιδιαίτερη εκτίμηση.
Δυστυχώς δε σώζονται και πολλές ειδήσεις για τη θέση που είχε το παραμύθι στη ζωή του ελληνικού λαού. Μέσα απ’ τα ίδια τα κείμενα των παραμυθιών μπορεί να βγάλει κανείς πολλά και τα πιο γνήσια συμπεράσματα. Ο λαός έβρισκε δημιουργική διέξοδο, απόλαυση και παρηγοριά στο παραμύθι, εις πείσμα των σπουδαίων και προαπντός των μη σπουδαίων λογίων. Γιατί αυτοί οι τελευταίοι, με τις μπουμπουνισμένες τους κεφαλές, είναι πάντα οι χειρότεροι απαρνητές και διώκτες του λαϊκού πολιτισμού. Από την εποχή της κλασσικής αρχαιότητας και μέχρι την Αναγέννηση τα παραμύθια φαίνεται πως αγνοήθηκαν ή καταφρονήθηκαν από τους πιο πολλούς λογίους. ”Μυθεύματα γραιώδη” τα αποκαλεί ο Πλάτων. Αλλά τι το δημιουργικό δεν εξοβέλισε ο Πλάτων εν ονόματι των μεγαλοφυών, βεβαίως, αλλά εξίσου μυθολογικών αληθειών του; Την ίδα στάση ήταν φυσικό να τηρήσουν αργότερα και οι μορφωμένοι των άλλων λαών. Και μόνο από το 16ο αιώνα αρχίζει να παρουσιάζεται κάποιο ενδιαφέρον στη δυτική Ευρώπη για τα παραμύθια. Εδώ σε μας σήμερα, στο λαό, επικρατεί η χαρακτηριστική φράση “Αυτά είνα παραμύθια”, ψέματα δηλαδή, όταν θέλουν να αποκρούσουν κάποια ιστορία ή ισχυρισμό. Και το λένε έτσι, γιατί έτσι τους το έμαθαν. Η κατάπτωση εκπορεύεται πάντοτε από παραπάνω. Ελάχιστοι δάσκαλοι — και το ”δάσκαλοι” το εννοώ με την ευρύτερη σημασία του όρου — έχουν τη θέληση, την ευασθησία και τη γνώση να εμπνεύσουν αγάπη και σεβασμό για το λαϊκό αυτό λογοτεχνικό είδος, εξηγώντας την αρχή του και τη λειτουργία του στα παιδιά, αλλά ή το αντιπαρέρχονται ή το χαρακτηρίζουν, όταν τύχει, σαν απάτη περίπου, σαν κάτι μη σοβαρό και ασυμβίβαστο για μορφωμένους, και ξεμπερδεύουν. Διδάσκουν, βλέπεις, τόσες αλήθειες αυτοί, ώστε τους είναι αδύνατον να ανεχθούν κάτι το φανταστικό, που δεν περιβάλλεται μάλιστα από μεταμφιέσεις.
Το κάθε παραμύθι αποτελείται από επεισόδια (μοτίβα) που βρίσκονται μεταξύ τους σε κάποια αρκετά χαλαρή πλοκή. Τα επεισόδια αυτά δεν είναι αποκλειστικό κτήμα κανενός παραμυθιού, αλλά κυκολοφορούν με ευκινησία και περιέχονται, προσαρμοσμένα βέβαια, σε πολλά και διάφορα παραμύθια με διαφορετική μάλιστα υπόθεση. Είναι δηλαδή, κοινοί τόποι των παραμυθιών. Και όχι μονάχα των παραμυθιών. Βρίσκονται πολλές φορές και στα τραγούδια και στις παραδόσεις και στους μύθους των διαφόρων λαών. Το περιέχομενο πάντως των επεισοδίων αυτών δεν είναι καθόλου κοινό. Σε πολλούς μάλιστα φαίνεται σήμερα, όχι απλώς φανταστικό, αλλά τερατωδώς απίθανο. Οι ερευνητές, όμως, διακρίνουν στα απίθανα αυτά για τους σημερινούς επεισόδια, λείψανα και απηχήσεις δοξασιών και καταστάσεων πανάρχαιων και πρωτόγονων. Κατά τη γνώμη τους, οι ανθρωποσφαγές, οι ανθρωποθυσίες, οι αρπαγές γυναικών, η στενή οικειότητα των ανθρώπων με τα ζώα αντιπροσωπεύουν πανάρχαιες κοινωνικές καταστάσεις και αντιλήψεις. Όλες εκείνες οι διηγήσεις για τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια, τη γη, την ψυχή, τη ζωή στον άλλο κόσμο, τους δράκους, τις νεράιδες, τις λάμιες, τα απίθανα θηρία και τέρατα προέρχονται ασφαλώς απ’ τις θρησκείες των αρχαίων λαών. Αλλά κι απ’ τη μαγεία και την πίστη στις υπερφυσικές ικανότητες των μάγων προέρχονται πολλά απ’ τα επιεσόδια. Τα μαγικά καρφιά, οι βελόνες, τα θαυματουργά μήλα, καρύδια, αμύγδαλα, φουντούκια, τα εναέρια ταξίδια, μάγων κατορθώματα ή μάλλον επιδιώξεις ήταν. Ένα άλλο, επίσης, μέρος των παραμυθικών επεισοδίων πρέπει οπωσδήποτε να ‘χει την πηγή του στα όνειρα. Τα χωρίς αρχή και τέλος ταξίδια στον άλλο κόσμο, τα απελπιστικώς αδιαπέραστα δάση, τα θαυμαστά παλάτια, που με τη ίδια ευκολία και ταχύτητα παρουσιάζονται ή χάνονται, και γενικά όλες εκείνες οι εναγώνιες και θαμπές περιπλανήσεις φαίνονται να προέρχονται ή τουλάχιστο να είναι επηρεασμένες από τον κόσμο των ονείρων. Πολλοί υποστηρίζουν πως το παραμύθι σαν είδος προήλθε απ’ τα όνειρα, και μάλιστα τα όνειρα των μάγων, που είχαν την τάση αλλά και το καθήκον, να διηγούνται θαυμαστά και υπερφυσικά πράγματα στους πιστούς. Κατόπι με τη διάδοση και παράδοση πλουτίστηκε και στερεοποιήθηκε και ως μορφή και ως περιεχόμενο.”

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Ο ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ WITTGENSTEIN



                   Ο ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ WITTGENSTEIN
Α) Ο «ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ» ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ: Η ΔΕΙΞΗ ΣΤΟ «TRACTATUS»
  1) Η δείξη αποτελεί σύνδεσμο γλώσσας και πραγματικότητας (4.121)
 Οι βασικές σχέσεις μεταξύ γλώσσας και κόσμου είναι σχέσεις ονομασίας (3.22, 3.221)
2) Η δείξη λειτουργεί ως μέσο για να δώσουμε νόημα στις λέξεις.
3) Αυτά που δεν ορίζονται, εξηγούνται καταδεικτικά (4.1212, 6.5222, 4.121). Η σχέση της έννοιας που δεν επιδέχεται ορισμό και του αντικειμένου που δείχνεται φαίνεται να είναι αλάνθαστη.
4) Στο Tractatus ο καταδεικτικός ορισμός δεν υπάρχει , τουλάχιστον σε ανεπτυγμένη μορφή. Η «δείξη» είναι ο πρόδρομός του, αλλά διαφοροποιείται σε πολλά σημεία από αυτόν. ( Σ’αυτά τα σημεία διαφοροποίησης δείξης και καταδεικτικού ορισμού θα αναφερθούμε κατά τη διάρκεια της ανάλυσης της λειτουργίας του δευτέρου).
Β) Ο ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ
1) Η ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΙΑΝΗ ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ. ΜΙΑ ΑΠΟΨΗ ΑΝΤΙΘΕΤΗ ΠΡΟΣ ΑΥΤΗ ΤΟΥ WITTGENSTEIN
 Α) Φιλοσοφικές έρευνες  παρ. 1 «Οι λέξεις της γλώσσας ονομάζουν αντικείμενα , οι προτάσεις είναι συνδέσεις τέτοιων ονομάτων» Κατά τον Αυγουστίνο, ένα όνομα σημαίνει ένα πράγμα. Οι λέξεις έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο που τις αντιπροσωπεύει και τους δίνει νόημα. Υπάρχει σταθεροποίηση μιας διανοητικής σύνδεσης μεταξύ λέξης και αντικειμένου. Η Αυγουστινιανή εικόνα της γλώσσας, προϋποθέτει μια εσωτερική γλώσσα , γλώσσα της σκέψης.
Β) Ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι ο καταδεικτικός ορισμός συνδέει τον κόσμο με τη γλώσσα ενώ ο Wittgenstein απορρίπτει αυτή την άποψη ( Φιλοσοφικές έρευνες παρ.3, 11, 32)
2) ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ; ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΣΥΣΤΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ;
Ο καταδεικτικός ορισμός είναι ένας από τους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να ορίσουμε τα αισθητηριακά δεδομένα. Περιλαμβάνει όλους τους μη – προφορικούς, μη – λεκτικούς ορισμούς.
Τα συστατικά στοιχεία του είναι: 1) Μία δεικτική κίνηση (χειρονομία).
                                                               2) Αυτό που δείχνεται και λειτουργεί ως υπόδειγμα.
                                                               3) Τυπικές εκφράσεις με τις οποίες δίνεται ένας  
                                                                    καταδεικτικός ορισμός. (π.χ: «Αυτό είναι κόκκινο»)
3) ΠΟΙΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΕΙΣ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΟΡΙΣΤΟΥΝ ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΑ;
         Οι περισσότεροι  φιλόσοφοι θεώρησαν ότι μόνο οι μη-αναλύσιμες εκφράσεις ή λέξεις ή έννοιες μπορούν να οριστούν καταδεικτικά. Ο Wittgenstein πιστεύει ότι μπορούν να εξηγηθούν καταδεικτικά πολλές εκφράσεις και λέξεις π.χ: χρώματα, κύρια ονόματα, πράγματα, σχήματα, αριθμητικά, σημεία του ορίζοντα , δραστηριότητες κλπ.
 4) Η ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ
  Η κατάδειξη μπορεί να λειτουργήσει και στη διαδικασία με την οποία μαθαίνουμε σε ένα παιδί τη χρήση και το νόημα κάποιων λέξεων. Μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη εκμάθηση της γλώσσας. Αποτελεί κύριο μέρος της εκπαίδευσης και από τη σωστή ή λανθασμένη χρήση του όρου που δηλώθηκε καταδεικτικά , θα διαπιστωθεί αν ο μαθητευόμενος κατανόησε τον ορισμό. ( Δείτε και τις παραγράφους 5 και 6 στις «Φιλοσοφικές Έρευνες».)
 5) Ο ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ ΚΑΙ ΔΕ ΣΥΝΔΕΕΙ ΤΗ ΓΛΩΣΣΑ ΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ.
 Η κύρια αιτία γι’αυτή την διαπίστωση είναι το γεγονός ότι ένας καταδεικτικός ορισμός μπορεί να παρερμηνευτεί ( Φιλοσοφικές έρευνες παρ.28). Επίσης όταν δίνουμε έναν καταδεικτικό ορισμό πρέπει να γνωρίζουμε την κατηγορία στην οποία ανήκει το οριζόμενο. (π.χ να γνωρίζουμε ότι το «κόκκινο» είναι λέξη που αναφέρεται σε χρώμα). Για να εξηγηθεί η χρήση της λέξης πρέπει ο συνολικός ρόλος της στη γλώσσα να είναι σαφής. (Φιλοσοφικές Έρευνες παρ.30) Ακόμη, το νόημα της λέξης δεν είναι αυτό που εντοπίζεται όταν δίνουμε έναν καταδεικτικό ορισμό της λέξης. Η ουσία των λέξεων δεν είναι η σχέση αυτών με τα πράγματα αλλά κυρίως η χρήση τους. Παρ’όλες τις παραπάνω διαπιστώσεις , ο Wittgenstein δεν θεωρεί πως ένας καταδεικτικός ορισμός είναι ελλιπής και ανολοκλήρωτος. Καλύτερα θα λέγαμε ότι μπορεί να παρερμηνευθεί στον ίδιο βαθμό που μπορεί να παρερμηνευθεί    οποιοσδήποτε άλλος ορισμός που δεν είναι καταδεικτικός. Είναι επαρκής ο καταδεικτικός ορισμός αλλά στο έργο του Wittgenstein δεν έχει την προνομιακή θέση που έχει στην Αυγουστινιανή θεωρία ή στους λογικούς εμπειριστές , όπου ο καταδεικτικός ορισμός αποτελεί τα θεμέλια της γλώσσας και στηρίζει τη σχέση γλώσσας και κόσμου. Ο Wittgenstein θα εντοπίσει τους κινδύνους μιας τέτοιας θεώρησης: Μ’αυτόν τον τρόπο φαίνεται ότι η γραμματική αντανακλά τις ουσιώδεις φύσεις των αντικειμένων που ορίζονται με τον καταδεικτικό ορισμό, των αντικειμένων   που σχετίζονται με τις εκφράσεις που ορίζονται από τους καταδεικτικούς ορισμούς. Επίσης μια τέτοια θεώρηση είναι σαν να προτείνει ότι κανένας καταδεικτικός ορισμός δεν μπορεί να παρερμηνευτεί επειδή, ως έχει, φτάνει στο αντικειμενικό νόημα του εξηγούμενου.      
6) Ο ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟΥ ΟΡΙΣΜΟΥ
 Α) Οι καταδεικτικοί ορισμοί είναι κανόνες. Ανήκουν στη γραμματική ( Φιλοσοφική Γραμματική 88).   Ένας καταδεικτικός ορισμός είναι μόνο ένας κανόνας μεταξύ πολλών που από κοινού οδηγούν στη χρήση μιας λέξης (Φιλοσοφική Γραμματική 61) . Επίσης λειτουργεί ως κριτήριο ορθότητας στην εφαρμογή των λέξεων και αυτή η λειτουργία συγκροτεί ένα κριτήριο κατανόησης της λέξης που ορίζεται ( Φ.Γ 83). Αλλά, ως κανόνας δε δείχνει μόνος του τη γραμματική της λέξης (Φ.Γ 80).
Β) ‘Ενας καταδεικτικός ορισμός λειτουργεί και ως κανόνας αντικατάστασης ( substitution rule). Επιτρέπει την αντικατάσταση ενός σύνθετου συμβόλου που αποτελείται από την κίνηση δείξης , την πρόταση του καταδεικτικού ορισμού και το υπόδειγμα (ουσιαστικά στοιχεία   του καταδεικτικού ορισμού) με την οριζόμενη έκφραση. Και έτσι αν θεωρηθεί ο καταδεικτικός ορισμός δεν δείχνει τις εφαρμογές του οριζόμενου στην πράξη. Γιατί:     
 Γ) Ο καταδεικτικός ορισμός δεν είναι ούτε περιγραφή, ούτε δήλωση, ούτε εφαρμογή. (π.χ: ο καταδεικτικός ορισμός « Αυτό είναι F» είναι πρόταση που χρησιμοποιείται στην εφαρμογή της έκφρασης F , στην περιγραφή ή στην αναγνώριση του αντικειμένου. Αλλά ένας καταδεικτικός ορισμός δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα περιγραφή και ορισμός) . Δεν είναι εφαρμογή της γλώσσας αλλά παραμένει στο προπαρασκευαστικό επίπεδο σε κάθε εφαρμογή. Δεν βεβαιώνει μια σύνδεση γλώσσας και πραγματικότητας δίνοντας ένα παράδειγμα σωστής εφαρμογής. Περισσότερο συνδέει μια λέξη με ένα υπόδειγμα. Θεωρώντας ότι τα υποδείγματα είναι μέρη της γραμματικής , ο καταδεικτικός ορισμός είναι κίνηση μέσα στη γραμματική , ένας κανόνας μετάφρασης από τη γλώσσα μας σε μια γλώσσα κινήσεων και δείξεων ( και αντίθετα). Η σύνδεση , τελικά, της εξήγησης ενός όρου και της εφαρμογής του   , βρίσκεται στη χρήση αυτού του όρου.
7) ΤΑ ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΔΕΙΚΤΙΚΟ ΟΡΙΣΜΟ
Α) Ο καταδεικτικός ορισμός βασίζεται κατά μεγάλο μέρος στη χρήση υποδειγμάτων ( samples).
Β) Το υπόδειγμα αποτελεί αναπαράσταση αυτού που ορίζεται , έχει κανονιστικό ρόλο, είναι κριτήριο σύγκρισης.
Γ) Τα υποδείγματα εμπλέκονται στις ανθρώπινες δραστηριότητες.
Δ) Είναι μέρη της γραμματικής . Αντίθεση με την Αυγουστινιανή θεωρία όπου ο καταδεικτικός ορισμός δεν κινείται στα πλαίσια της γραμματικής αλλά συνδέει την πραγματικότητα με τη γλώσσα.
Ε) Η θέση και η λειτουργία των υποδειγμάτων στηρίζεται στη χρήση τους.
ΣΤ) Ένα αντικείμενο ως υπόδειγμα , μπορεί να έχει πολλές χρήσεις.
Ζ) Όταν τα αντικείμενα χρησιμοποιούνται ως υποδείγματα, χάνουν τον τυπικό τους ρόλο.
Η) Ένα υπόδειγμα αντιπροσωπεύει αυτό που ορίζεται με τον καταδεικτικό ορισμό.
Θ) Κάτι που απομακρύνεται από τα όρια του φυσιολογικού δεν μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα. Βέβαια για την επιλογή κάποιου αντικειμένου που θα λειτουργήσει ως υπόδειγμα σημαντικό ρόλο παίζουν οι συνθήκες επιλογής καθώς και οι περιπτώσεις και οι περιστάσεις κατά τις οποίες δίνεται ο καταδεικτικός ορισμός.
Ι) Ένα υπόδειγμα μπορεί να αντιγραφεί ή να αναπαρασταθεί ή να αναπαραχθεί.
Κ) Ο Wittgenstein διακρίνει τον πρωτεύοντα και τον δευτερεύοντα ρόλο των υποδειγμάτων στη γραμματική
            1) Πρωτεύων ρόλος : Τα υποδείγματα είναι μέρος των πολλών εξηγήσεων που μπορεί να έχει το νόημα μιας έκφρασης.
            2) Δευτερεύων ρόλος : Τα υποδείγματα διευκρινίζουν τι σημαίνει να χρησιμοποιείς μια έκφραση σύμφωνα με την εξήγησή της.
Σταυροπούλου Γεωργία.                         

Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Κασέτες ετών σαράντα

Του Νίκου Ξυδάκη


Τέτοιο καιρό, παλιά, στην αναλογική εποχή, δηλαδή πάρα πολύ παλιά, ετοιμάζαμε δυο-τρεις κασέτες για τις διακοπές. Εξηντάρες, διότι τις ενενηντάρες τις μάσαγαν τα στοιχειώδη κασετοφωνάκια. Στην εξηντάρα χωρούσαν έως είκοσι κομμάτια, μάξιμουμ, άρα η επιλογή έπρεπε να είναι πολύ προσεκτική.
Ο Ιούλιος μου τα θύμισε, και η νοσταλγία ξεχείλισε, όμως, ψυχρή, συμπαγής, με άλλοτε ακριβείς ενθυμήσεις κι άλλοτε τρεμουλιαστές ανάμεσα σε χρόνους και τόπους.
Σαράντα χρόνια μετά τις πρώτες μου κασέτες, σήμερα θα έφτιαχνα δυο-τρεις, σε φόλντερ με mp3 ή ακόμη και με λίστες YouTube για να τις χαρίσω σε συνομήλικους, που τις νιώθουν ίδια ψυχρά δραματικά με μένα, στον ΚΚΜ, τον Θας, τον Γιώργο Γ., ας πούμε, αλλά και σε πολύ νεότερους, έως και στην ηλικία των γιων μου, για να πορεύονται και να ευφραίνονται.
Θα ξεκινούσα από τα πρώτα εξώφυλλα δίσκων LP που είδα στο Παραντάιζ Μυκόνου, κάμπινγκ χίπιδων, το 1973. Pink Floyd το The Dark Side of the Moon, Frank Zappa το Hot Rats, Rolling Stones το Let it Bleed. Δούλευα σερβιτόρος γενικών καθηκόντων και συχνά ξέμενα βράδια, όταν έστηναν ηχητικά κι έπαιζαν τα βαριά αμερικάνικα βινύλια. Θυμάμαι σαν τώρα το Time και το Money, το ανεπανάληπτο Peaches en Regalia με το οποίο ξεκινούσε τις εκπομπές του ο Γιάννης Πετρίδης στο Δεύτερο, το Gimme Shelter που το ακούσαμε πολύ ωραίο και από τον Πουλικάκο στο ιστορικό crazy love Ζωγράφου το 1979. Και το μελαγχολικό You Can’t Always Get What You Want.
Το φθινόπωρο του ιδίου έτους στο μικροσκοπικό κασετόφωνο Philips, το πρώτο μαζικό της εφευρέτριας του μέσου, έπαιζαν δύο κασέτες BASF, δώρο από Ελβετούς φίλους του καλοκαιριού. Περιείχαν δύο ροκ ορόσημα και ένα σόουλ: Jimi Hendrix, Janis Joplin, Ike & Tina Turner. Μυητήρια τελετή στα μπλουζ, τον ηλεκτρισμό, την ψυχεδέλεια, το άπαν του ρομαντισμού των σίξτις: κεραυνοβολημένος εισήλθα στη νεωτερικότητα της ποπ, και έκτοτε τίποτε δεν ήταν ίδιο. Συγκρατώ: Hey Joe, Purple Haze, Cry Baby, River Deep Mountain High.
Από τον χειμώνα ‘73-’74 οι κασέτες γέμιζαν το σπίτι, ό,τι μπορούσε να βρεθεί στη στενόχωρη ελληνική αγορά. Λίγο αργότερα ήρθε ένα πορτοκαλί φορητό πικάπ Philips· πάνω του έπαιξαν ώρες χιλιάδες, δίσκοι δανεικοί φερμένοι απ’ έξω, από ναυτικούς: θυμάμαι το σοκ David Bowie και τους Genesis. Από τον Μπόουι κρατάω πρώτο το Lady Grinning Soul (She’ll come, she’ll go/ She’ll lay belief on you / Skin sweet with musky oil), που ήταν το τραγούδι της γυναίκας της ζωής μου χωρίς να το ξέρω τότε. Και από τους Genesis το I know what I like, and I like what I know ― δεν καταλάβαινα όλους τους στίχους, αλλά το ρεφρέν κάπως με εξέφραζε.
Μετά το ’74-’75, τα ορόσημα λιγοστεύουν, αλλά δεν λείπουν. Την ώρα, ας πούμε, που μεταδίδονταν ραδιοφωνικά τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων, εγώ άκουγα The Clash και Sex Pistols σε σπίτι φίλων. Μας διέκοψαν για να μου πουν ότι πέρασα στο πανεπιστήμιο, και συνεχίσαμε.
Τον πρώτο φοιτητικό χρόνο ήρθε μια άλλη epiphany: καθόμουν καλοκαίρι βράδυ στο εργένικο δώμα και το Πρώτο Πρόγραμμα είχε την εκπομπή Η Παγκοσμιότητα της Τζαζ. Σάκης Παπαδημητρίου. Η τζαζ ήταν για μένα ένα μυστήριο, ένα απρόσιτο σύμπαν, σαν τη μουσική του Βάγκνερ. Επαιξε το Africa του John Coltrane και ώσπου να τελειώσει το 16λεπτο έπος της free είχα περιπέσει σε έκσταση. Θα το έβαζα μαζί με το My Favorite Τhings σε αλλεπάλληλες εκτελέσεις.
Θα έβαζα ουρά κανα-δυο του συνομήλικου Nick Cave, το Stranger than Kindness ανυπερθέτως και το Carny από τα Φτερά του Ερωτα του Βέντερς. Και διάφορα από τη στάγδην ενηλικίωση σε όλη τη διάρκεια του ’80, έως τον δίκαιο καταποντισμό της ηλικίας. Το Wild is the Wind και το Nature Boy σε όλες τις εκτελέσεις, το Suspicious Minds μόνο με τον Ελβις, ένα-δυο κοριτσίστικα μονοφωνικά του Phil Spector που τα έβαζε πάντα ο Σκορσέζε στις μαφιόζικες ηθογραφίες, to Il cielo in una Stanza της Μίνας, και κάπου ανάμεσα στα λυρικά το Δρόμοι Παλιοί, των Μίκη Θεοδωράκη - Μανώλη Αναγνωστάκη, σταθερή εμμονή από το εβδομήντα-κάτι.
Το κασετόφωνο κάπου παράπεσε στο νησί, τα στερεοφωνικά δεν παίζουν πια. Ομως τα τραγούδια παίζονται ακόμη.
Ετσι ακούστηκαν σαράντα χρόνια.
(από την Καθημερινή της Κυριακής 14/7/2013)