Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Αφηγηματικές τεχνικές -αφηγηματικοί τρόποι



Αφηγηματικές τεχνικές -αφηγηματικοί τρόποι
Αφηγηματικές  τεχνικές
Οι λειτουργίες του αφηγητή
0 αφηγητής μπορεί να είναι πρόσωπο της αφήγησης, με πρωταγωνιστικό ή δευτερεύοντα ρόλο, ή μπορεί να είναι αμέτοχος στα γεγονότα. Αν συμμετέχει στην ιστορία (είτε ως βασικός ήρωας είτε ως απλός παρατηρητής ή αυτόπτης μάρτυρας), τον ονομάζουμε «ομοδιηγητικό αφηγητή». Σ’ αυτή την περίπτωση ο αφηγητής αφηγείται σε πρώτο ρηματικό πρόσωπο (πρωτοπρόσωπη αφήγηση).
Διακρίνονται δύο παραλλαγές του ομοδιηγητικού αφηγητή: ο αφηγητής-παρατηρητής/θεατής, δηλαδή ο αφηγητής που είναι παρατηρητής/μάρτυρας των συμβάντων της αφήγησης, και ο αφηγητής-πρωταγωνιστής, δηλαδή ο αφηγητής που συμμετέχει στην αφήγηση ως βασικός ήρωας. Όταν μάλιστα αφηγείται σε πρώτο ρηματικό την προσωπική του ιστορία, ονομάζεται ιδιαίτερα «αυτοδιηγητικός αφηγητής».
Αν ο αφηγητής δεν συμμετέχει καθόλου στην ιστορία που διηγείται ονομάζεται «ετεροδιηγητικός αφηγητής». Στην περίπτωση αυτή ο συγγραφέας αναθέτει την αφήγηση σε πρόσωπο ξένο προς την ιστορία, την οποία παρουσιάζει σε τρίτο πρόσωπο (τριτοπρόσωπη αφήγηση). Ονομάζεται, ιδιαίτερα, «παντογνώστης αφηγητής» (ή «αφηγητής-Θεός») αυτός που βρίσκεται παντού και πάντοτε και γνωρίζει τα πάντα, ακόμα και τις πιο απόκρυφες σκέψεις των προσώπων της αφήγησης.
Η εστίαση
Με τον όρο «εστίαση» αναφερόμαστε στην απόσταση που παίρνει ο αφηγητής από τα πρόσωπα της αφήγησης. Ο Ζενέτ προτείνει τους ακόλουθους τρεις τύπους εστίασης της τριτοπρόσωπης αφήγησης:
•   Αφήγηση χωρίς εστίαση (ή μηδενική εστίαση): ο αφηγητής γνωρίζει περισσότερα από τα πρόσωπα. Αντιστοιχεί στην αφήγηση με παντογνώστη αφηγητή.
•   Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: η αφήγηση παρακολουθεί ένα από τα
πρόσωπα ή ο αφηγητής ξέρει τόσα, όσα και το πρόσωπο από τη σκοπιά του οποίου αφηγείται.
•   Αφήγηση με εξωτερική εστίαση: ο αφηγητής ξέρει λιγότερα από τα πρόσωπα. Στην περίπτωση αυτή ο ήρωας δρα, χωρίς ο αναγνώστης να μπορεί να μάθει τις σκέψεις του (π.χ. αστυνομικά μυθιστορήματα).
0 χρόνος της αφήγησης
Τρεις χρονικές τοποθετήσεις της αφήγησης χρονικά, σε σχέση με την ιστορία, είναι πιθανές: το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Με βάση αυτά τα χρονικά επίπεδα, η αφήγηση μπορεί να είναι τεσσάρων ειδών:
•   Η μεταγενέστερη αφήγηση. Είναι η πιο συχνή. Διηγούμαστε την ιστορία αφού έχει εξ ολοκλήρου συντελεστεί.
•   Η προγενέστερη αφήγηση, που προηγείται της έναρξης της ιστορίας.
•   Η ταυτόχρονη αφήγηση, της οποίας η εκφώνηση είναι σύγχρονη της ιστορίας.
•   Η παρέμβλητη  αφήγηση, όπου ο αφηγητής διηγείται μαζί με τα γεγονότα που συντελέστηκαν και τις σκέψεις που του έρχονται κατά τη στιγμή της γραφής.
H χρονική σειρά των γεγονότων
Συχνά ο αφηγητής παραβιάζει την ομαλή χρονική πορεία για να γυρίσει προσωρινά στο παρελθόν ή αφηγείται ένα γεγονός που πρόκειται να διαδραματιστεί αργότερα. Τις παραβιάσεις αυτές τις ονομάζουμε αναχρονίες και τις διακρίνουμε σε:
Αναδρομικές αφηγήσεις I αναδρομές ή αναλήψεις και Πρόδρομες αφηγήσεις ή προλήψεις.
Αναδρομή είναι η τεχνική κατά την οποία διακόπτεται η κανονική χρονική σειρά των συμβάντων για να εξιστορηθούν γεγονότα του παρελθόντος, ενώ στην πρόληψη ο αφηγητής κάνει λόγο εκ των προτέρων για γεγονότα που θα γίνουν αργότερα.
Άλλες τεχνικές με τις οποίες παραβιάζεται η ομαλή, φυσική χρονική σειρά:
•   In medias res: η λατινική αυτή φράση σημαίνει «στο μέσο των πραγμάτων», δηλαδή στη μέση της υπόθεσης, και αποτελεί μια τεχνική της αφήγησης σύμφωνα με την οποία το νήμα της ιστορίας δεν ξετυλίγεται από την αρχή, αλλά ο αφηγητής αρχίζει την ιστορία από το κρισιμότερο σημείο της πλοκής και, έπειτα, με αναδρομή στο παρελθόν, παρουσιάζονται όσα προηγούνται του σημείου αυτού. Με την τεχνική αυτή διεγείρεται το ενδιαφέρον του αναγνώστη και η αφήγηση δεν γίνεται κουραστική.
•   Εγκιβωτισμός: σε κάθε αφηγηματικό κείμενο υπάρχει μια κύρια αφήγηση που αποτελεί την αρχική ιστορία και υπάρχουν και μικρότερες, δευτερεύουσες αφηγήσεις μέσα στην κύρια αφήγηση που διακόπτουν  την ομαλή ροή του χρόνου. Αυτή η «αφήγηση μέσα στην  αφήγηση»
ονομάζεται εγκιβωτισμένη αφήγηση ή εγκιβωτισμός.
•   Παρέκβαση/παρέμβλητη (εμβόλιμη) αφήγηση: είναι η προσωρινή διακοπή της φυσικής ροής των γεγονότων και η αναφορά σε άλλο θέμα που δεν σχετίζεται άμεσα με την υπόθεση του έργου.
•   Προϊδεασμός/προσήμανση: είναι η ψυχολογική προετοιμασία του αναγνώστη από τον αφηγητή για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
•   Προοικονομία: είναι ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας διευθετεί τα γεγονότα και δημιουργεί τις κατάλληλες προϋποθέσεις, ώστε η εξέλιξη της πλοκής να είναι για τον αναγνώστη φυσική και λογική.
Η χρονική διάρκεια
0 χρόνος της αφήγησης έχει τις ακόλουθες σχέσεις με τον χρόνο της ιστορίας, με κριτήριο τη διάρκεια των γεγονότων:
O χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μικρότερος από τον χρόνο της ιστορίας, όταν ο αφηγητής  συμπυκνώνει τον χρόνο (συστολή του χρόνου) και παρουσιάζει συνοπτικά (σε μερικές σειρές) γεγονότα που
έχουν μεγάλη διάρκεια. Με τον τρόπο αυτό, ο ρυθμός της αφήγησης  επιταχύνεται.
•   Ο χρόνος της αφήγησης μπορεί να είναι μεγαλύτερος από τον χρόνο  της ιστορίας, όταν ο αφηγητής επιμηκύνει τον χρόνο (διαστολή του  χρόνου) και παρουσιάζει αναλυτικά γεγονότα που διαρκούν ελάχιστα.
Με τον τρόπο αυτό επιβραδύνεται ο ρυθμός της αφήγησης.
•   Ο χρόνος της αφήγησης είναι ίσος με τον χρόνο της ιστορίας, συνήθως  σε διαλογικές σκηνές.
Για να συντομεύσει τον χρόνο της αφήγησης, ο συγγραφέας χρησιμοποιεί τις ακόλουθες τεχνικές:
•   Επιτάχυνση: παρουσιάζει σύντομα γεγονότα που έχουν μεγάλη διάρκεια.
•   Παράλειψη: κάποια γεγονότα δεν τα αναφέρει καθόλου, επειδή δεν σχετίζονται με την ιστορία.
Περίληψη: παρουσιάζει συνοπτικά τα ενδιάμεσα γεγονότα.
•Έλλειψη ή αφηγηματικό κενό: ο αφηγητής παραλείπει ένα τμήμα της  ιστορίας ή κάποια γεγονότα που εννοούνται εύκολα ή δεν συμβάλλουν ουσιαστικά στην πλοκή.
Η τεχνική με την οποία ο συγγραφέας διευρύνει τον χρόνο της αφήγησης είναι:
•Η επιβράδυνση: γεγονότα που έχουν μικρή διάρκεια στην πραγματικότητα παρουσιάζονται εκτεταμένα στην αφήγηση.
Η χρονική συχνότητα
Η αφηγηματική συχνότητα καθορίζεται από τη σχέση της εμφάνισης ενός γεγονότος στην ιστορία και της έκθεσής του μέσα στην αφήγηση. Έτσι, μοναδική αφήγηση είναι η αφήγηση αυτού που έγινε μία φορά, επαναληπτική είναι η επανάληψη X φορές αυτού που έγινε μια φορά, θαμιστική είναι αφήγηση μία φορά αυτού που έγινε X φορές και πολυμοναδική είναι η αφήγηση X φορές αυτού που έγινε X φορές.
Στοιχεία πλοκής –Δραματικά απρόοπτα
Κάποιο γεγονότα   συμβαίνουν ξαφνικά, χωρίς να το περιμένει ο θεατής και αλλάζουν την πορεία του μύθου.
Αφηγηματικοί τρόποι
Μέρος των αφηγηματικών τεχνικών ενός κειμένου είναι και οι αφηγηματικοί τρόποι που απαντούν στο ερώτημα «πώς αφηγείται» κάποιος. Θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο όρος αφηγηματικές τεχνικές είναι ευρύτερος και σ’ αυτόν υπάγονται και οι τρόποι με τους οποίους αφηγείται κάποιος και οι οποίοι είναι οι εξής:
Έκθεση ή αφήγηση: είναι η παρουσίαση γεγονότων και πράξεων, την οποία ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης διέκριναν σε «διήγηση» και «μίμηση». Στη διήγηση ο αφηγητής αφηγείται μια ιστορία με τη δική του φωνή, ενώ στη μίμηση δανείζεται τη φωνή άλλων προσώπων.
•   Διάλογος: είναι τα διαλογικά μέρη σε ευθύ λόγο και σε πρώτο πρόσωπο.
•   Περιγραφή: η αναπαράσταση προσώπων, τόπων, αντικειμένων, η αφήγηση καταστάσεων.
•   Σχόλιο: η παρεμβολή σχολίων, σκέψεων, γνωμών από τον αφηγητή, έξω από τη ροή της αφήγησης, που στοιχειοθετεί, όπως και η περιγραφή, μια επιβράδυνσή της.
•   Ελεύθερος πλάγιος λόγος: η πιστή απόδοση σκέψεων, διαθέσεων ή συναισθημάτων σε γ’ πρόσωπο και σε παρωχημένο χρόνο. To τμήμα αυτό φαίνεται να ανήκει στην καθαρή αφήγηση, στην ουσία όμως εύκολα μετατρέπεται σε ευθύ λόγο.
•   Εσωτερικός μονόλογος: η απόδοση των σκέψεων ή συναισθημάτων σε  α’ πρόσωπο και σε χρόνο ενεστώτα.
Κείμενα Νεοελληνική λογοτεχνίας  Α΄λυκείου – βιβλίο  καθηγητή.

Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»




ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»

"Ο μύθος στο "Όνειρο στο κύμα", όσα στοιχεία μυθοπλασίας και έντεχνης απόκρυψης κι αν περιέχει, δεν παύει να είναι και αυτοβιογραφικά απολογιστικός· όχι τόσο στις λεπτομέρειες και τη ροή συγκεκριμένων περιστατικών, όσο, κυρίως, στον τρόπο σκιαγράφησης του προσώπου του αφηγητή. Εξίσου βαρύνοντα είναι και τα στοιχεία της ευρύτερης αφηγηματικής λογικής, της γενικότερης ιδεολογίας, της συγκεκριμένης βιοθεωρίας και των επιμέρους απόψεων που ο αφηγητής εκφράζει.
Όταν λησμονηθούν λεπτομέρειες και κρατηθεί στη μνήμη η ευρύτερη αφηγηματική ιδεολογία, τι διαφαίνεται και τι αποκαλύπτεται, τελικά, μέσα από αυτή την απολογιστική αυτοβιογραφία; Απογοήτευση, μεταμέλεια, ηττημένη διάθεση, αίσθηση αποτυχίας, έλλειψη προσαρμογής στις πρακτικές μέριμνες του βίου, απουσία αυθεντικής ζωής, ρομαντική νοσταλγία; ή, μήπως, αργοπορημένη συνειδητοποίηση ότι η ζωή πήρε λάθος δρόμο και τώρα, αργά πια, τα πράγματα δε μεταστρέφονται; Συγκεκριμένα κειμενικά στοιχεία, ως καθοδηγητικά σήματα, βεβαιώνουν, άλλοτε περισσότερο άλλοτε χαλαρότερα, αυτές τις ενδεχόμενες και πολλαπλές ερμηνευτικές εκδοχές. Είτε αθροιστικά και στο σύνολό τους είτε μερικώς και μεμονωμένα τις αποδεχτεί κανείς, η ουσία των πραγμάτων δεν αλλάζει: ο Παπαδιαμάντης, σ' ένα από τα κορυφαία του έργα, είτε αυτοβιογραφούμενος είτε στοχαζόμενος απολογιστικά πάνω στ' ανθρώπινα και, κυρίως, την προσωπική του μοίρα, άφησε έντονα τα ίχνη της ψυχικής του ιδιαιτερότητας και ορατά τα σημάδια μιας χαρακτηριστικής εσωτερικής διάστασης: τι ήθελε ο ίδιος για τη ζωή του και τι, τελικά, γεύτηκε".

                                                                                      Νικήτας Παρίσης
«Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης Τρία Διηγήματα-αναζήτηση της αφηγηματικής πλοκής»
                               ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΡΓΟ;
 Τι σημαίνει το "δια την αντιγραφήν";

Σημαίνει ότι αποποιείται την πατρότητα της ιστορίας, ότι δηλώνει πως δεν είναι αυτοβιογραφική, δεν είναι βίωμά του. Ότι αυτή την ιστορία την αντέγραψε όπως ακριβώς του την είπε κάποιος. Γι' αυτό, εκτός από το "δια την αντιγραφήν", τοποθετεί όλο το διήγημα μέσα σε εισαγωγικά, δείχνοντας έτσι πως έχει αποτυπώσει την ιστορία του άλλου αυτολεξεί. Πιθανώς στην ίδια κατεύθυνση να λειτουργούν και τα στοιχεία του αφηγητή που δε συμπίπτουν με αυτά του βιογραφικού του συγγραφέα. (Η νομική σχολή, το δίπλωμα δικηγόρου, η άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος, οι δύο ιερατικές σχολές κα). Δηλώνει, λοιπόν, πως η ιστορία δεν είναι μια δική του ιστορία….

…την ίδια στιγμή που στο κείμενο πολλά άλλα στοιχεία "φωνάζουν" ότι είναι αυτοβιογραφικά!

Κρύβει, λοιπόν, το πρόσωπό του πίσω από ένα άλλο, πλαστό πρόσωπο, για να αφηγηθεί μια δικιά του ιστορία. Αυτό ακριβώς λέγεται πλαστοπροσωπία: Να δημιουργεί ο συγγραφέας ένα εντελώς πλαστό πρόσωπο, το οποίο στο έργο αναλαμβάνει τους ρόλους του αφηγητή αλλά και του πρωταγωνιστή, που υποτίθεται ότι έζησε πραγματικά όλα τα γεγονότα που αφηγείται. ( Κάτι ανάλογο θα δούμε και στο ποίημα του Καβάφη που είναι στην ύλη μας και θα κάνουμε σε λίγες μέρες).

Οι λόγοι που το κάνει αυτό μπορεί να είναι ποικίλοι. Το κείμενο φαίνεται να αποκτάει περισσότερη αμεσότητα, γιατί έχει το βάρος μιας μαρτυρίας καταγεγραμμένης αυτολοξεί, αλλά και αντικειμενικότητα, καθώς είναι μια ιστορία άλλη, άλλου, που ο συγγραφέας απλώς επιλέγει να τη δημοσιοποιήσει. Ή, ακόμα, μπορεί ο συγγραφέας να μη θέλει να δεχτεί την έκθεση τόσο πηγαίων προσωπικών - και δη ερωτικών - συναισθημάτων.



" Κι αν ακόμη παραβλέψουμε τη φράση μέσα σε παρένθεση στο τέλος της αφήγησης «Δια την αντιγραφήν», με την οποία ο συγγραφέας υπογράφει το διήγημά του επιχειρώντας να εξασφαλίσει ένα άλλοθι ταυτότητας (άλλοθι που αναζητά και στη «Φαρμακολύτρια» ή στο «Αμαρτίας φάντασμα»), δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι πίσω από κάθε σκέψη κι ενέργεια του ήρωα αναγνωρίζουμε τον ίδιο το συγγραφέα που μεταμορφώνεται άλλοτε σε κριτή κι άλλοτε σε θύμα του έρωτα".
Ειρήνη Σκούρα

"Εξαιτίας, ωστόσο, του τολμηρού θέματος του διηγήματος, της έμφυτης κοινωνικής συστολής και της παιδείας του, μιας παιδείας ασύμβατης με τις σωματικές απολαύσεις, ο Παπαδιαμάντης αποποιείται την ταύτισή του με τον ήρωα. Γι΄ αυτόν άλλωστε, το λόγο και ολόκληρο το διήγημα βρίσκεται μέσα σε εισαγωγικά, ώστε ο αναγνώστης να σχηματίσει την εντύπωση πως μεταφέρονται ξένες εμπειρίες. Ολοκληρώνει μάλιστα την αφήγησή του με τη φράση «δια την αντιγραφήν» υπογράφοντας ως υπεύθυνος την αντιγραφής ενός ξένου βιώματος, θέλοντας να αναιρέσει τον «απομνημονευματικό» χαρακτήρα του διηγήματος (τεχνική πλαστοπροσωπίας)".
( Φροντ. Πολύτροπο)

"Είναι η μεταφορά της αφήγησης άλλου προσώπου, την οποία ο συγγραφέας αποδέχεται και τον αγγίζει. Μπορεί όμως και να δημιουργεί ένα πλαστό πρόσωπο με παραποίηση κάποιων στοιχείων, ώστε να προσδίδεται αντικειμενικότητα, αφού τα γεγονότα παρουσιάζονται από την οπτική γωνιά του".
Αθ. Παπαστεργίου

"Ο Παπαδιαμάντης δήλωνε αντιγραφέας κάποιων διηγημάτων του βάζοντας σε παρένθεση στο τέλος τους τη φράση (διά την αντιγραφήν), προσπαθώντας έτσι να ακυρώσει κάπως τον αυτοβιογραφικό τους χαρακτήρα".
Δ. Τζιόβας


 Κατά τον Π. Μουλλά, ο Παπαδιαμάντης " έκλεισε μες στις αναμνήσεις του ένα υπολογίσιμο τμήμα της ζωής του.(…) Έχουμε να κάνουμε με ένα χρονικό, όπου όχι μόνο τα παιδικά χρόνια στη Σκιάθο, αλλά και η αθηναϊκή περίοδος του συγγραφέα μας και τα βιώματα και τα οράματα και τα αδιέξοδά του, μας προσφέρονται πλουσιοπάροχα. Κάποτε, η εντύπωση πως στο διήγημα ενσωματώνονται σελίδες από ένα προσωπικό ημερολόγιο είναι κυριαρχική. Ο αφηγητής εμφανίζεται με την πραγματική ταυτότητά του ή κρύβεται πίσω από ψευδώνυμα."

Ο Γιώργος Ιωάννου, πάλι, θεωρεί ότι ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφείται, όπως, κατά τη γνώμη του "όλοι οι γνήσιοι συγγραφείς". "Κανένας συγγραφέας δεν πέφτει στο έργο του έξω από τα βιώματά του", αναφέρει.
Κοιτάξτε, όμως, πώς ακριβώς εννοεί και χρησιμοποιεί τον όρο ο Ιωάννου:
"Κάθε άξιος συγγραφέας αντλεί τη γλώσσα του, τη φρασεολογία του, τις εμπειρίες του, τις εμπνεύσεις του, ιδίως την επένδυση των εμπνεύσεών του, από μέσα του, από την τεράστια παρακαταθήκη βιωμένων πραγμάτων, καταστάσεων και γεγονότων, μεταμορφωμένων πια σε λέξεις και φράσεις, που ο κάθε συγγραφέας - και ο κάθε άνθρωπος - διαθέτει. Δεν εννοούμε ότι ο συγγραφέας αναπαριστάνει τη ζωή του, αν και δεν είναι εκ των προτέρων καταδικάσιμο, ούτε κι αυτό. Εξαρτάται από την τομή και το δόσιμο που θα γίνει." Και συνεχίζει: " Ο Παπαδιαμάντης μπορεί, νομίζω να ονομαστεί πιο πολύ βιωματικός παρά αυτοβιογραφικός συγγραφέας."


Την αυτοβιογραφική πλευρά πολλών διηγημάτων του τονίζει και η Ε. Πολίτου - Μαρμαρινού: " Όλες οι ιστορίες στα διηγήματα του Παπαδιαμάντη διαδραματίζονται στη σύγχρονη με τον συγγραφέα πραγματικότητα που ταυτίζεται με τη διάρκεια της ζωής του(…). Όσα συγκροτούν την αφήγηση στα "πρωτοπρόσωπα" αυτά διηγήματα δεν διαδραματίζονται απλά και μόνο στην εποχή του συγγραφέα, αλλά φαίνεται να αποτελούν κομμάτι της ζωής του. Ο τόπος που διαδραματίζονται οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη είναι κατά πρώτο, βέβαια, λόγο ο τόπος της γεννήσεώς του, η Σκιάθος, "νησί ελληνικό", αλλά και η Αθήνα, δεύτερή του πατρίδα όπου έζησε "υπέρ το ήμισυ της ζωής του". Οι δυο λοιπόν αυτοί τόποι της διηγηματογραφίας του συνθέτουν μαζί με το χρόνο της, τον βιωμένο χωρόχρονο, απ' όπου ο συγγραφέας αντλεί διαρκώς το προκειμενικό υλικό του."

Τεράστια δεξαμενή υλικού, λοιπόν, για τα έργα του, η ίδια του η ζωή, ακόμα κι αν δεν τον ταυτίζουμε απολύτως με τον αφηγητή. (Ούτε, π.χ, στη Νομική σχολή είχε σπουδάσει ο συγγραφέας, ούτε είχε περάσει από τη Ριζάρειο, ούτε σε δικηγορικό γραφείο είχε εργαστεί). "Δεν είναι παράξενο", όπως αναφέρει κι η Ε. Πολίτου - Μαρμαρινού, "το ότι τα διηγήματα αυτά έχουν χαρακτηριστεί από την κριτική "αυτοβιογραφικά" και έχουν χρησιμοποιηθεί για την άντληση πληροφοριών και την εξαγωγή συμπερασμάτων που αφορούν τη ζωή του συγγραφέα τους, ερωτική και μη, την προσωπικότητα, τον ψυχισμό ή τη δοκιμασία του ηθικού του κόσμου."

Στοιχεία βιογραφικού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη
* ζωή, μικρός, στη Σκιάθο, μεγάλος στην Αθήνα.
* στενή σχέση με την εκκλησία (πατέρας ιερέας, ο ίδιος ψάλει από μικρός, αγιογραφεί, ζει στο Άγιον Όρος ως δόκιμος μοναχός για οκτώ μήνες, συχνάζει στις αγρυπνίες κλπ)
* η ζωή στην Αθήνα δεν του αρέσει, κάποια στιγμή θα την εγκαταλείψει.
* αίσθηση αποτυχίας, χαμηλή αυτοεκτίμηση (διακόπτει πολλές φορές τις σπουδές του, δεν τελειώνει ποτέ το Πανεπιστήμιο, δε διαχειρίζεται σωστά το χρήμα, όταν το έχει, πίνει συστηματικά, δε θεωρεί τον εαυτό του ικανό να υπηρετήσει το μοναχικό σχήμα κα)
* μονήρης, ασκητικός, χωρίς πολλές σχέσεις.

1851: Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννιέται στη Σκιάθο. Ο πατέρας του, ιερέας, τον οποίο και ακολουθεί στις λειτουργίες ( "μικρός ἐζωγράφιζα ἁγίους"). Μεγαλώνει ανάμεσα σε εννιά αδέλφια.
1856: Δημοτικό στη Σκιάθο, σχολαρχείο στη Σκιάθο και τη Σκόπελο, Γυμνά-
-1870 σιο στη Χαλκίδα ( εἶτα ἔγραφα στίχους καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας") και τον Πειραιά, " εἶτα διέκοψα τάς σπουδάς μου καί ἔμεινα εἰς τήν πατρίδα".
1872: Μεταβαίνει στο Άγιον Όρος " χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας" ως δόκιμος μοναχός. Δε θεωρούσε, όμως, τον εαυτό του άξιο να φέρει το "αγγελικό σχήμα" και έφυγε.
1873-4: Πειραιάς. Φοιτά στο Βαρβάκειο απ' όπου παίρνει απολυτήριο. Γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία και δε θα τελειώσει ποτέ. Στο μεταξύ ασχολείται με τις ξένες γλώσσες και
1875- φτωχοζεί στην Αθήνα, ολιγαρκής και λιτοδίαιτος, όπου αρχίζει και 1890 γράφει πιο συστηματικά, δημοσιεύει κείμενά του στις εφημερίδες της εποχής, μεταφράζει, συχνάζει στις αγρυπνίες του Αγίου Ελισσαίου στην Πλάκα, ψέλνοντας πολλές φορές ο ίδιος. Ζει ασκητικά, ζωή μοναχική κι εργένικη, χωρίς πολλές επαφές και κοινωνικές σχέσεις, πίνει και καπνίζει έτσι που η υγεία του κλονίζεται.
1890: Αρχίζει και επισκέπτεται τακτικότερα τη Σκιάθο, ώσπου, το
1908 επιστρέφει οριστικά, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη "της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών...".
1911: Αφήνει την τελευταία του πνοή στο νησί του που τόσο αγάπησε


Θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να δούμε τον τρόπο με τον οποίο διάφορες αφηγηματικές τεχνικές και μέσα του Παπαδιαμάντη στο Όνειρο στο κύμα συγκλίνουν στο στόχο που έχει ο ίδιος θέσει.
Να δούμε, π.χ, ότι
-- η τεχνική ανάπτυξης της πρώτης ενότητας ( σελ. 1621-162),
-- η " διφυία" του αφηγητή,
-- ο εγκιβωτισμός του Σισώη,
-- ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου,
-- ο αρκαδισμός που εκφράζεται,
αλλά και άλλα ακόμα μέσα ( ποιητική γλώσσα, λυρισμός κα) είναι επιλεγμένα έτσι ώστε να εξυπηρετούν την αντιπαράθεση ανάμεσα στις έννοιες που θέλει ο συγγραφέας και που θα αναλύσουμε παρακάτω.

Στην πρώτη ενότητα του έργου, λοιπόν, αντιπαρατίθεται το παρελθόν του αφηγητή ( στην πρώτη παράγραφο) με το παρόν του ( πέμπτη και έκτη παράγραφος).
Για το παρελθόν δίνονται τα στοιχεία της φτώχειας, της αγραμματοσύνης και της άγνοιας, της εφηβείας, της ρώμης και της "φυσικής" ζωής, δηλ. της ζωής στη φύση. Το άθροισμα αυτών των στοιχείων μάς κάνει ευτυχία ( "χωρίς να το ἠξεύρω, ἤμην εὐτυχής")
Για το παρόν δίνονται τα στοιχεία της μέσης ηλικίας, της γνώσης, της εγγραμματοσύνης, της αστικής ζωής, δηλ. της ζωής στον "πολιτισμό". Το άθροισμα των στοιχείων αυτών μάς κάνει δυστυχία.( "περιωρισμένος καί ἀνεπιτήδειος")

Ο Παπαδιαμάντης διασπά το αφηγηματικό υποκείμενο σε δύο πρόσωπα, τα οποία αντιστοιχούν στο παρελθόν και το παρόν του ήρωα. Άλλοτε συνομιλούμε με τον ώριμο αφηγητή και άλλοτε με το μικρό βοσκόπουλο που ήταν κάποτε. Εύκολα λειτουργεί τότε η παπαδιαμαντική νοσταλγία, μέσα από ένα άνθρωπο που ασφυκτιά στο εργασιακό παρόν του και αποζητά απελπισμένα τον απωλεσθέντα παράδεισο των παιδικών του χρόνων, την παιδική του αθωότητα.
Στο παρελθόν, δηλαδή, ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο βοσκόπουλο που ήταν, ενώ στο παρόν ακουμπάει η φωνή του αφηγητή που αντιστοιχεί στο μαραζωμένο βοηθό δικηγόρου που είναι τώρα.


Ανάμεσα στους δύο αυτούς αντιτιθέμενους πόλους ο εγκιβωτισμός του Σισώη, φαινομενικά ασύνδετος, γρήγορα όμως καταλαβαίνουμε πως αποτελεί μικρογραφία της μεγάλης αφήγησης, ένα "παράλληλο πρότυπό" της.
Σισώης και αφηγητής, βίοι παράλληλοι, όχι, όμως, και μέχρι το τέλος. Το τελικό στάδιο, κατά το οποίο ο Σισώης "σώζει την ψυχή του" ( τελευταία λέξη του εγκιβωτισμού: "εσώθη" ) ο αφηγητής δε θα το περάσει ποτέ. Κι έτσι θα μείνει μετέωρος και δυστυχής στην αφιλόξενη πόλη.
Θυμηθείτε, μάλιστα, ότι μέσα στο κείμενο επανέρχεται η θύμηση του Σισώη σαν τη φωνή της συνείδησης του αφηγητή (σελ.172: "Κ'ενθυμήθην τότε τον Σισώην…") που επιχειρεί ματαίως να τον αποτρέψει από την αμαρτία.
Ο Σισώης, λοιπόν, αποτελεί το πρότυπο που δε θα φτάσει ποτέ ο αφηγητής. Και που γι'αυτό θα παραμείνει σε ένα συντριμμένο παρόν, νοσταλγώντας και εξιδανικεύοντας το παρελθόν με όσα στοιχεία το αποτελούσαν αυτό.

Ο ενδόμυχος πόθος του αφηγητή για μια επιστροφή στο φυσικό παράδεισο του παρελθόντος, μια επιστροφή, όμως, που δεν μπορεί πια να πραγματοποιήσει, το όραμά του για μια γαλήνια ευτυχία κοντά στη φύση, όπου η αμεριμνισία, η ξεγνοιασιά, η αθωότητα, ο απλοϊκός βουκολικός βίος, σχηματίζουν το αρκαδικό στοιχείο του διηγήματος.
Το στοιχείο αυτό τονιζόμενο παγιώνει ακόμα περισσότερο την αρχική αντιπαράθεση ευτυχίας/παρελθόντος =/= δυστυχίας παρόντος - με τους όρους που αυτές περιλαμβάνουν.
Μία αντίθεση που κι ο εγκιβωτισμός του κυρ Μόσχου πολύ καλά είχε φανερώσει, καθώς ο Μόσχος, φορέας "πολιτισμού", ζει στον αντίποδα του μικρού, ελεύθερου βοσκόπουλου.

Και άλλα στοιχεία βοηθούν την αντιπαράθεση. Η ποιητικότητα κι ο λυρισμός ,που συνοδεύουν το κεντρικό επεισόδιο, βοηθάνε την εξιδανίκευση με την οποία θεωρείται το παρελθόν. Η έκπτωση, μετά την "αμαρτία", μπορεί έτσι να είναι οδυνηρότερη, ανεπανόρθωτη, αμετάκλητη. Η παρομοίωση του "σχοινίου" περιγράφει, προειδοποιεί, προοικονομεί.


Τα μέσα όλα οδηγούν στην οδύνη μιας βασανιζόμενης ύπαρξης του παρόντος που νοσταλγεί και επιθυμεί ένα δια παντός απωλεσθέντα παράδεισο.



Πραγματικότητα και όνειρο

Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Παπαδιαμάντης κινείται μεταξύ φυσικού και υπερφυσικού, μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου.

Διαβάζουμε στη σελ. 173-4 του σχολικού βιβλίου μας: " Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὡς πέντε ὀργυιάς ἀπό τό ἄντρον, καί ἔπλεε, κι' ἔβλεπε τώρα πρός ἀνατολάς, στρέφουσα τά νῶτα πρός τό μέρος μου. Ἔβλεπα τήν ἀμαυράν καί ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τόν τράχηλόν της τόν εὔγραμμον, τάς λευκάς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τούς βραχίονας τούς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρά καί ὀνειρώδη εἰς τό φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τήν ὀσφύν της τήν εὐλύγιστον, τά ἰσχία της, τάς κνήμας, τούς ποδας της, μεταξύ σκιᾶς καί φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τό κῦμα. Ἐμάντευα τό στέρνον της, τούς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχόμενους ὅλας τῆς αὔρας τάς ριπάς καί τῆς θαλάσσης τό θεῖον ἄρωμα. Ἤτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων…
(…) Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καί δεν ἐσκεπτόμην πλέον τά ἐπίγεια"

https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg0lMKyLJ3AhzvXPPWZ-0shew3XmH6PbhCOan0nRo9lxNbmT1L5NtjP-u2DJgxDRg3TfVSKht5eVknpD7GK_4ETwgEuIcx0uzjNoMPy7gpjusetPMaQGen6rJpYF7MZDaOXT5auIz9OJ1o/s400/woman_sea.jpg
 Αυτό που έβλεπε ήταν " απόλαυσις [γήινο], όνειρο [στο μεταίχμιο], θαύμα [μη πραγματικό]. Ένα ασύνδετο που κλιμακούμενο οδηγεί πέραν του πραγματικού. Η ίδια κλιμάκωση και στα τρία βασικά ρήματα της παραγράφου: Έβλεπα…διέβλεπα…εμάντευα. Η όψη της πραγματικότητας γίνεται πεδίο της φαντασίας - αφού, άλλωστε, "όλα συγχεόμενα και ονειρώδη, μεταξύ σκιάς και φωτός.." Στο τέλος πια της παραγράφου η λουόμενη κόρη περιγράφεται με χαρακτηρισμούς που ανήκουν αποκλειστικά στην έξω της πραγματικότητας περιοχή: " πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τό κῦμα· ἦτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων…"
Έτσι που ο αφηγητής απομένει "χάσκων, εν εκστάσει", χωρίς να σκέπτεται πλέον τα επίγεια.

Η θαυμαστή πραγματικότητα του Παπαδιαμάντη. Που αντιμετωπίζει λογικά το θαύμα και θαυμαστά την απτή πραγνατικότητα. Γράφει ο Ελύτης:
" Συνεχώς η δυσπιστία προς την ασφάλεια που μπορεί να προσφέρει το έδαφος των ανθρωπίνων είναι - και με πολύ έντονο τρόπο - αναπτυγμένη στον Παπαδιαμάντη· αλλά και το πάτημα του άλλου ποδιού στα πέραν του κόσμου τούτου, πολύ σταθερό. Η επί γης ευτυχία είναι μια στιγμούλα, και η στιγμούλα αυτή ένα σκαλοπάτι για να περάσεις από το άλλο μέρος, το μέρος του θανάτου. "

Στο όνειρο στο κύμα ο Ελύτης διακρίνει τα εξής διαδοχικά στάδια: η καθαρή αίσθηση ( όταν το βοσκόπουλο βλέπει τη Μοσχούλα γυμνή στο κύμα)· αυτή η καθαρή αίσθηση γίνεται μια στιγμή ευτυχίας( όταν αγγίζει με τα χέρια το ίδιο το όνειρό του)· αυτή η στιγμή ευτυχίας γίνεται ύστερα υψηλό ιδανικό. Ένα ιδανικό που παραμένει άπιαστο, αφού η Μοσχούλα αργότερα μεταβάλλεται σε μια γυναίκα συμβατική, ενώ, συμβολικά, τη στιγμή του ονείρου χάνεται το αγαπημένο του ζωάκι, η ευνοούμενή του κατσίκα που έχει το ίδιο όνομα με την κοπέλα.



Ο Ελύτης επισημαίνει πως στον Παπαδιαμάντη όλα " παίρνουν το χαρακτήρα του μυστηρίου και των υπερφυσικών γεγονότων χωρίς, σχεδόν, να διαταράσσεται η τρέχουσα καθημερινή φύση των πραγμάτων· κάτι που μόνον ο συνειρμός ο ονειρικός μπορεί, στο επίπεδο, το ποιητικό, να πετύχει".
Παράλληλα δε με τα φυσικά στοιχεία, που μετέχουν με τρόπο χαμηλόφωνο, καθημερινό, στο ανθρώπινο δράμα, λειτουργούν και τα υπερφυσικά εκείνα,
" χωρίς να χάνουν τα μέτρα όπου μπορεί να κινηθεί με αληθοφάνεια η προσληπτικότητα του απλού ανθρώπου."


 " Η μαγεία του Παπαδιαμάντη ", του Οδυσσέα Ελύτη, που πρωτοεκδόθηκε το 1976.


Από το ελάχιστο στο μέγιστο

Ας το ξεκαθαρίσουμε από την αρχή: Ο Ελύτης πιστεύει ότι " Η μεγάλη τέχνη βρίσκεται οπουδήποτε ο άνθρωπος κατορθώνει ν'αναγνωρίζει τον εαυτό του και να τον εκφράζει με πληρότητα μες στο ελάχιστο" Με αυτή τη βάση αναλύει τον Παπαδιαμάντη.
Θεωρεί πως το καταφέρνει αυτό χρησιμοποιώντας δύο βασικές δεξαμενές υλικού, τον πλούτο της χλώρης, το φυσικό τοπίο, κι απ'την άλλη τους ανθρώπους του τόπου, "που σμίλεψαν οι αιώνες και οι άνεμοι, με το καθαρό περίγραμμά τους, την ορατή ψυχική τους ενδοχώρα και το καθημερινό τυπικό της ζωής τους, μιας ζωής απείραγης ακόμα από τον πολιτισμό, σ' ένα βάθος από ακτές και λόφους, όπου κάθε πέτρα, κάθε κλαδί ξεχωρίζει, χωρίς να συγχέεται μες στην ατμόσφαιρα με τα γύρω του(…) Και ο λαός αυτός ν'αναπαράγει, να "παίζει" σε μικρογραφία τα παντοτινά πάθη του ανθρώπου, τις ζήλιες, τους έρωτες, τις φιλοδοξίες, τα μίση, τους φόβους, τ' ατυχήματα, με μια κίνηση σχεδόν ιερατική, μ'ένα ρυθμό χορού τραγωδίας μόλις αισθητόν αλλ' αρκετόν για να υποβάλει τη βαθύτερη, την αληθινή φύση του κόσμου."

Και παραδείγματα της αναγωγής αυτής που κάνει ο Ελύτης από το μερικό, απλό και συγκεκριμένο στο παγκόσμιο, γενικό και διαχρονικό φέρνει ήρωες των διηγημάτων του σκιαθίτη συγγραφέα: "(…) φορέας εγκαρτέρησης είναι ο Γιαννιός, ένας αφανής κουβαλητής μιας ασήκβτης μοίρας, χωρίς, ο δόλιος, να έχει ούτε κατ' ιδέαν διαστάσεις προμηθεϊκές."
Έχει, δηλαδή, την ικανότητα ο Παπαδιαμάντης να βλέπει τα γύρω του και να μεταφέρει σε μια δοσμένη κλίμακα, όσο μικρή κι αν είναι,τα ανθρώπινα, όσο μεγάλα κι αν είναι.

Η διαχρονικότητα και η επικαιρότητα του έργου του Παπαδιαμάντη

Είναι φυσικό, μ'αυτό τον τρόπο της αναγωγής, το έργο του Παπαδιαμάντη ν'αποκτά διαχρονικότητα και επικαιρότητα. Είναι οι ιδέες, οι αντιλήψεις, των οποίων φορείς είναι οι ήρωες, κι όχι αυτοί οι ίδιοι το ζητούμενο. Σημειώνει ο Ελύτης:
" Στον μισό και πλέον αιώνα που μας χωρίζει από το θάνατο του Παπαδιαμάντη [ ο Ελύτης γράφει το 1976] τ'αντιστύλια του οικοδομήματός του έπεσαν ένα προς ένα. Η αγρατική φάση πέρασε στη βιομηχανική, το χωριό στην πολιτεία, ο χριστιανός στον άπιστο. Μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με τη δύναμη της επικαιρότητάς του. Δε θα 'χει αλλάξει εκείνο αλλά το μυαλό μας. Ένα ψήλωμα νοητό, που θα χρειαστεί να το ξανανεβούμε για να εκτιμήσουμε σωστά τις διαστάσεις των πραγμάτων γύρω μας. Από ένα τέτοιο ψήλωμα είναι που πρέπει να θεωρήσουμε και τη χώρα του Παπαδιαμάντη."

Συνεχίζοντας να διαβάζουμε τον κατά Ελύτη Παπαδιαμάντη, και αφού το κείμενό μας ένα όνειρο έχει ως θέμα του ( ένα όνειρο, όμως, που "μετέχει"στη ζωή του πρωταγωνιστή ορίζοντας τις παραμέτρους της), στην επόμενη ανάρτηση θα αναφερθούμε στον τρόπο που συνυφαίνονται στοιχεία από τον πραγματικό κόσμο κι από ένα κόσμο "έξω" απ' αυτόν.





ΟΙ ΑΝΤΙΘΕΣΕΙΣ ΣΤΟ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»
Γράφει η Γ. Φαρίνου - Μαλαματάρη: " Το διήγημα αυτό παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, διότι παρέχει δύο σειρές αντιθέσεων. Η μια είναι συγχρονική: ο νέος βοσκός με την ελευθερία του, την απλότητα, την αυτάρκεια, την απραγματοσύνη και την έλλειψη φιλοδοξίας αντιπαρατίθεται στον ιδιότροπο κυρ Μόσχο που ζει στην εξοχή, μετά από "επιχειρήσεις και ταξίδια" (…) αλλά αφού πρώτα μεταφέρει στο παραδεισένιο τοπίο το νόμο και τις συνήθειες της πόλης ( ιδιοκτησία, περιτειχισμός, "χωριστόν βασίλειον")

Η άλλη αντίθεση είναι διαχρονική και αφορά την αντιπαράθεση μεταξύ του νεαρού βοσκού και του εαυτού του ως ώριμου δικηγόρου. Ο νεαρός βοσκός είναι "φυσικός άνθρωπος", χαίρεται την ελευθερία του στην πανέμορφη φύση και την ησυχία του, ζει με αυτάρκεια από το μικρό επιμίσθιο που του δίνει το μοναστήρι για τη φύλαξη του κοπαδιού και από το κορφολόγημα του γεωργικού μόχθου των άλλων. Ο ίδιος, ως δικηγόρος, υπηρετεί τον νόμο, προφανώς αναγκάζεται να ψευδολογεί, αισθάνεται έγκλειστος και παγιδευμένος στο γραφείο του με θέσιν "οιονεί αυλικού"(…), έχει το συναίσθημα του ανικανοποίητου και αντιπαθεί τον εργοδότη του. Κατά συνέπεια το "Όνειρο στο κύμα" τοποθετεί τη Χρυσή Εποχή σε κάποια πρώιμη εποχή του ανθρώπινου γένους ( Αρκαδία), όσο και στην αρχή της ζωής κάθε ανθρώπου (Εδέμ). Από τη μια πλευρά ο βοσκός ( ο άνθρωπος ως τύπος) και από την άλλη το παιδί ( ο άνθρωπος ως άτομο). Στο διήγημα αυτό οι δύο εκδοχές του ειδυλλιακού/ποιμενικού δένονται αξεδιάλυτα."

ΤΟ « ΑΡΚΑΔΙΚΟ ΙΔΕΩΔΕΣ»
Το αναδρομικό όραμα μιας ανυπέρβλητης ευτυχίας που γνώρισε κάποιος στο παρελθόν και ζει βαθιά στη μνήμη, αλλά δεν μπορεί να αποκτηθεί και πάλι στο παρόν, ονομάστηκε «Αρκαδικό Ιδεώδες». Στέκεται στον αντίποδα της οδυνηρής πραγματικότητας της αστικής ζωής. Η Αρκαδία ριζώθηκε μέσα στη συνείδηση των πνευματικών ανθρώπων της Δύσης σαν τόπος ιδανικός, ειρηνικός και ευτυχισμένος, τόπος νοσταλγίας, τόπος επίγειας ευτυχίας, όπου κυριαρχεί η απλότητα, η αθωότητα, η γαλήνη, η ειρήνη, η διακιοσύνη.

Το φαινόμενο αυτό στην ιστορία της τέχνης επηρέασε πλήθος καλλιτεχνών, τόσο στις εικαστικές τέχνες (ζωγραφική, αρχιτεκτονική τοπίου και νομίσματα) όσο και στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία.

Στα κείμενα η αρκαδική ευτυχία άλλοτε θρηνείται και άλλοτε επιζητείται με πάθος αλλά και χωρίς αποτέλεσμα. Έτσι, η Αρκαδία θεωρείται το φανταστικό βασίλειο του έρωτα, της ομορφιάς, το ενσαρκωμένο όνειρο κάποιας ανέκφραστης ευτυχίας.
Γιατί η Αρκαδία; Κατά την αρχαιότητα θεωρούνταν το βασίλειο των ποιμένων και του θεού Πάνα. Εκεί ο Πάνας κι οι Νύμφες χαιρόντουσαν μια υπέροχη, φυσική ζωή. Οι κάτοικοί της φημίζονταν για την απλότητά τους και την άγνοια για τα τεκταινόμενα στον υπόλοιπο κόσμο, για την αγροτική τους αρετή και το μουσικό τους τάλαντο.
ΤΟ ΠΟΙΜΕΝΙΚΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Τα ποιμενικά ειδύλλια εκπορεύονται απ' αυτό το χώρο. Είναι μεγάλες αφηγηματικές συνθέσεις με σύνθετη πλοκή, εμπλουτισμένες με στίχους τραγουδιών και χαρακτήρες που μετέχουν στην ποιμενική ζωή.
Γαλήνη, πραότητα, φυσικό και απόνηρο πνεύμα, τρυφερότητα, απόλαυση αθώων ηδονών, συνοδευόμενη από λιτότητα και αυτάρκεια. Ένας παραδείσιος κόσμος, αγγελικά πλασμένος, γεμάτος χαρίεσσες υπάρξεις μέσα σε μια πρωτόγονη φύση. Ειδυλλιακές περιγραφές και έρωτες, συνήθως άγουροι, νεανικοί, αθώοι, τότε που αφυπνίζεται το ερωτικό συναίσθημα ξαφνιάζοντας και τα ίδια τα υποκείμενα.
Χαρακτηριστικά, δηλαδή, που βλέπουμε να έχουν χτυπήσει την πόρτα του διηγήματός μας, κυρίως στις σελίδες που κουβεντιάζαμε το πρωί και καθώς η Μοσχούλα κερνούσα σύκα και πετμέζι το βοσκόπουλό μας…

Πηγή: http://logotexniakatefthinsis.blogspot.gr/