ΜΑΡΙΑ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ: ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ.
Η Μαρία
Πολυδούρη ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει
σα συνηθισμένος άνθρωπος. Η Μαρία Πολυδούρη δεν είναι ηρωίδα ρομάντζου.
Γεννήθηκε και έζησε σε μια εποχή συντηρητική, που τη συνέθλιψε. Δεν υπήρξε μόνο
θύμα του εαυτού της - είναι αλήθεια ότι διακατεχόταν από μια ανίκητη τάση
αυτοκαταστροφής- αλλά και του κλίματος που επικρατούσε γενικά και ιδιαίτερα της
κοινωνικής μοίρας της ως γυναίκα. Eξετάζοντας αυτό το αστέρι του αιώνα μας που
τόσο μικρή τροχιά διένυσε θα διαπιστώσουμε από τη μία μεριά, μια αντίθεση
ανάμεσα στις ιδέες της και τις αρχές της και από την άλλη, στο ποιητικό της
έργο.
Ενώ οι ιδέες της είναι πολύ προοδευτικές για την εποχή, η ποίησή της -επηρεασμένη, αναμφισβήτητα, σε μεγάλο μέρος από τον Καρυωτάκη- διακρίνεται για το στοιχείο του πεσιμισμού: Υμνεί τον έρωτα και τον θάνατο. Είχε ριζώσει τότε ο νεορομαντισμός, που διαπότιζε την ποίηση. Ομως, στον πεζό λόγο είναι αδέσμευτη. Τόσο στο ημερολόγιό της όσο και στην άτιτλη νουβέλα της παρουσιάζει τις αντιλήψεις της εποχής και σαρκάζει τις συμβατικότητές της.
Οι αντίθετες αυτές πλευρές συνθέτουν μία από τις σπάνιες προσωπικότητες και ολοκληρώνουν έναν ακέραιο άνθρωπο. Ενα πνεύμα σταθερό, ανυποχώρητο και ασυμβίβαστο, που εύκολα δεν μπορούσε να το «σηκώσει» το πνεύμα των καιρών. «Τι θαρραλέα και τι σπουδαία γυναίκα!», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης».
«Φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας, που την έσπρωχνε να πηδά άφοβα πάνω από τους ανόητους φραγμούς που την εμπόδιζαν να δει την αλήθεια. Αυτός ο σίφουνας τη σήκωσε στα 18 της -τόλμημα τρομαχτικό- από την Καλαμάτα και την έφερε στην Αθήνα του ’20».
1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
Ενώ οι ιδέες της είναι πολύ προοδευτικές για την εποχή, η ποίησή της -επηρεασμένη, αναμφισβήτητα, σε μεγάλο μέρος από τον Καρυωτάκη- διακρίνεται για το στοιχείο του πεσιμισμού: Υμνεί τον έρωτα και τον θάνατο. Είχε ριζώσει τότε ο νεορομαντισμός, που διαπότιζε την ποίηση. Ομως, στον πεζό λόγο είναι αδέσμευτη. Τόσο στο ημερολόγιό της όσο και στην άτιτλη νουβέλα της παρουσιάζει τις αντιλήψεις της εποχής και σαρκάζει τις συμβατικότητές της.
Οι αντίθετες αυτές πλευρές συνθέτουν μία από τις σπάνιες προσωπικότητες και ολοκληρώνουν έναν ακέραιο άνθρωπο. Ενα πνεύμα σταθερό, ανυποχώρητο και ασυμβίβαστο, που εύκολα δεν μπορούσε να το «σηκώσει» το πνεύμα των καιρών. «Τι θαρραλέα και τι σπουδαία γυναίκα!», γράφει η Λιλή Ζωγράφου στο βιβλίο της «Καρυωτάκης, Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης».
«Φυσούσε μέσα της ένας σίφουνας, που την έσπρωχνε να πηδά άφοβα πάνω από τους ανόητους φραγμούς που την εμπόδιζαν να δει την αλήθεια. Αυτός ο σίφουνας τη σήκωσε στα 18 της -τόλμημα τρομαχτικό- από την Καλαμάτα και την έφερε στην Αθήνα του ’20».
1902. Γεννήθηκε την 1η Απριλίου και ήταν κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες. Ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα, αφού προηγουμένως είχε φοιτήσει σε σχολεία του Γυθείου και των Φιλιατρών.
1916. Στα γράμματα εμφανίζεται σε ηλικία 14 ετών, με το πεζοτράγουδο «Ο πόνος της μάνας». Αναφέρεται στο θάνατο ενός ναυτικού, τον οποίον ξέβρασαν τα κύματα στις ακτές των Φιλιατρών και είναι επηρεασμένο από τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε στο Γύθειο. Σε ηλικία 16 ετών διορίζεται στη Νομαρχία Μεσσηνίας, κατόπιν διαγωνισμού και παράλληλα εκδηλώνει ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα.
1920. Χάνει, σε διάστημα σαράντα ημερών, τον πατέρα και τη μητέρα της, ενώ εκείνη είναι μακριά απ' το σπίτι παρασυρμένη από ένα σφοδρό έρωτα παρά την κακή κατάσταση υγείας της μητέρας της.
1921. Μετατίθεται στη Νομαρχία Αθηνών και παράλληλα εγγράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών την οποία θα εγκαταλείψει έπειτα από τρία χρόνια. Στην υπηρεσία της θα γνωρίσει τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη. Αυτή είναι 20 χρονών κι αυτός 26. Μεταξύ τους θα αναπτυχθεί ένας σφοδρός έρωτας, που θα κρατήσει λίγο, αλλά θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη ζωή και το έργο της. Έχουν κοινά ενδιαφέροντα: Τη λογοτεχνία. Έχουν κοινές εμπειρίες: Την αποπνιχτική ατμόσφαιρα της επαρχιακής ζωής, την τσακισμένη τους ευαισθησία από την ακατανοησία του περίγυρου. >Ο Καρυωτάκης την ενθαρρύνει να συνεχίσει το γράψιμο, αλλά ταυτόχρονα της μεταδίδει την απαισιοδοξία του.
1922. Το καλοκαίρι ο Καρυωτάκης μαθαίνει ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη, νόσημα τότε ανίατο και κοινωνικά στιγματισμένο. Το ανακοινώνει πρώτα στην αγαπημένη του και της ζητά να χωρίσουν. Εκείνη, του προτείνει να παντρευτούν χωρίς να κάνουν παιδιά, αλλά ο Καρυωτάκης είναι πολύ περήφανος για να δεχθεί τη θυσία της. Εκείνη πάλι αμφιβάλλει για την ειλικρίνειά του, νομίζει ότι η αρρώστια του είναι πρόφαση για να την απομακρύνει από κοντά του.
1923. Κάνει έντονη ζωή. Υποφέρει από αδενοπάθεια και υπερκόπωση.
1924. Μπαίνει στη ζωή της ο δικηγόρος Αριστοτέλης Γεωργίου, άρτι αφιχθείς εκ Παρισίων. Είναι νεαρός, ωραίος και πλούσιος. Θα τον αρραβωνιαστεί στις αρχές του
1925, αν και στην καρδιά της σιγοκαίει ο έρωτάς της για τον Καρυωτάκη. Παρά την αφοσίωση του αρραβωνιαστικού της, η Μαρία Πολυδούρη δείχνει να μην μπορεί να συγκεντρωθεί σοβαρά σε καμιά δραστηριότητα. Χάνει τη δουλειά της στο Δημόσιο από τις αλλεπάλληλες απουσίες της κι εγκαταλείπει τη Νομική. Φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, προλαβαίνει μάλιστα να εμφανισθεί ως ηθοποιός σε μία παράσταση.
1926-28. Το καλοκαίρι διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει στο Παρίσι. Τότε, όμως, τυχαίνει να βεβαιωθεί από κοινούς φίλους ότι στην πραγματικότητα, η υγεία του Καρυωτάκη στεκόταν εμπόδιο στο γάμο τους. Ενας σεισμός την τράνταξε. Πλημμύρισε από συγγνώμη και μεταμέλεια για την αδικία που του έκανε. Γράφει για αυτό το θέμα ποιήματα και πεζά. Μα ο Καρυωτάκης δεν περίμενε ούτε συγχώρεσε ποτέ τον αρραβώνα της και οι φιλικές σχέσεις τους είχαν διακοπεί και δεν αντάλλασσαν ούτε χαιρετισμό. Οταν η Μαρία συνειδητοποιεί ότι χάνει οριστικά τον ποιητή της, πέφτει σε βαθιά κατάθλιψη.
Από το Παρίσι γράφει στον αρραβωνιαστικό τους πως ο δεσμός τους έλαβε τέλος. Σπουδάζει ραπτική, αλλά δεν κατορθώνει να εργαστεί, επειδή προσβάλλεται από φυματίωση.
Επιστρέφει στην Αθήνα και συνεχίζει τη νοσηλεία της στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί την επισκέπτεται για τελευταία φορά ο Καρυωτάκης. Ετοιμαζόταν να φύγει για μετάθεση για την Πρέβεζα και πήγε να τη δει. Ο ποιητής της δε δείχνει θυμό ούτε ψυχρότητα, αλλά χαρά και επιείκεια. Μα κι αυτήν τη φορά παριστάνει τη δυνατή. Αργότερα, θα μάθει για την αυτοκτονία του (28 Ιουλίου 1928.).
Τον ίδιο χρόνο κυκλοφορεί την πρώτη της ποιητική συλλογή με τίτλο «Οι τρίλλιες που σβήνουν».
1929. Κυκλοφορεί η δεύτερη ποιητική της συλλογή («Ηχώ στο Χάος»).
1930. Η φυματίωση τελικά θα την καταβάλει και θα αφήσει την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου. Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης, η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε μ' ενέσεις μορφίνης.
ΜΑΡΙΑ
ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ: Τα χαρακτηριστικά του έργου της.
Οι απόψεις όσων έχουν μελετήσει το ποιητικό έργο της Μαρίας Πολυδούρη συγκλίνουν σε δύο βασικές διαπιστώσεις: 1) Χαρακτηρίζεται από αμεσότητα, φυσικότητα, "αυθορμησία". 2)Υπάρχουν σ' αυτό αδυναμίες, προχειρότητες.
Θα
επικεντρωθούμε κυρίως στο πρώτο:
"Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."
"Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση" ( Γιώργος Θέμελης)
"Συνήθως η αυθορμησία είναι το έδαφος της πρώτης ύλης, που έρχεται άμεσα από την ψυχή μαζί με τη φωνή, η ίδια φυσική φωνή ως φορέας συναισθημάτων. Χρειάζεται πάντα και κάτι άλλο για να γίνει ποίηση αυτή η πρώτη ύλη. Χρειάζεται τέχνη, που θα μετουσιώσει την ύλη σε μουσική, αφού την απαλλάξει από το βάρος της ζωτικής ανάγκης, που την κρατεί στο επίπεδο των συναισθηματικών εκκενώσεων. Και όμως η ποίηση της Μαρίας Πολυδουρη μοιάζει να' ναι ευθύς αμέσως έτοιμη, χωρίς να 'χει ανάγκη να υποστεί αυτή την αλλοίωση και διαμόρφωση, σάμπως ο παράγων Τέχνη να 'ναι σύμφυτος με την ύλη και βγαίνει μαζί της με τη φωνή. Κινδυνεύει να μην είναι αποτέλεσμα από τη διαμορφωτική ενέργεια του πνεύματος, αλλά κατάσταση ψυχής."
"Το βλέπει κανείς πως η ποίηση αυτή είναι σκέτη, απλή ομιλία και εξομολόγηση" ( Γιώργος Θέμελης)
Τα ίδια, περίπου, παρατηρεί και ο Κώστας Στεργιόπουλος:
"Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο - τόσο κυριαρχικό σε όλους τους - ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι' αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ' ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος."
Αλλά και ο Τέλλος Άγρας και ο Γιάννης Χατζίνης:
"Η ποιητική γλώσσα και η ομοιοκαταληξία της Πολυδούρη ως και η στιχουργία αυτής, παρ' όλην την ποικιλίαν των ευχερώς χρησιμοποιηθέντων ρυθμών, από της οποίας μετέστη, τέλος εις τον ελεύθερον στίχον, χαρακτηρίζεται υπό φυσικότητος. "
" Η ποιητική έκφραση είναι γι’ αυτήν ζωτική ανάγκη, γιατί λειτουργεί σαν πράξη λύτρωσης από τα πάθη της, σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ψυχική της ηρεμία. Μπροστά σ’ αυτή την επιτακτική ανάγκη έκφρασης, τα ζητήματα τεχνικής περνούν σε δεύτερη μοίρα. Αδυνατεί και, κυρίως, αδιαφορεί να υποτάξει το χειμαρρώδη λυρισμό της σε συμμετρικά σχήματα" (Τέλλος Άγρας).
"Ο συνηθισμένος τύπος λογοτέχνη είναι αυτός που ζει για να γράφει. Εκείνος, δηλαδή, για τον οποίο τα ίδια τα πάθη αποκτούν αξία μόνο απ' τη στιγμή που θα βρουν καλλιτεχνική έκφραση. Η Πολυδούρη όμως ζει για να ζήσει. Κι όταν χαράζει στο χαρτί τους στίχους της, δεν αποβλέπει στον αναγνώστη, αλλά στην ίδια τη δική της ανάγκη να δώσει στο ηφαίστειό της διέξοδο". (Γιάννης Χατζίνης)
Εσείς με ποιο τρόπο, μέσα από το ποίημα "Μόνο γιατι μ' αγάπησες", θα μπορούσατε να υποστηρίξετε τα περί φυσικότητας και αμεσότητας της ποιητικής φωνής της Μ. Πολυδούρη;
Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΠΟΛΥΔΟΥΡΗ-ΑΠΟΨΕΙΣ
ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ
"Τα αισθήματα επίσης είναι γνωστά, μάλλον ένα και μόνο αίσθημα: ο έρωτας και μάλιστα ο πιο γνήσια γυναικείος αισθηματικός έρωτας με τις αποχρώσεις της μελαγχολίας, νοσταλγίας, περιπάθειας, τρυφερότητας, θανάσιμης απελπισίας (…) Ο έρωτας από αισθηματική πληρότητα ξεπερνάει τον ίδιο το χώρο του αισθηματισμού και γίνεται δύναμη, που μεταμορφώνει την ύπαρξη, μέσα στο λαμπρό φως μιας μυστικής γέννησης" ( Γιώργος Θέμελης)
"Είναι λυρική και όχι μόνον υπό την γραμματολογικήν έννοιαν"
( Τέλλος Άγρας)
"(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή".
"(…) η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι το δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται μάλιστα στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον είχε κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά "στου έρωτα την άγρια καταιγίδα να ιδεί να μετρηθούν γι' αυτήν θάνατος και ζωή".
( Κώστας Στεργιόπουλος)
Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα (Γ. Χατζίνης).
Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της
Η λυτρωτική λειτουργία της ποίησης βοηθά την Πολυδούρη να βρει διέξοδο στο εκρηκτικό πάθος της, που εκδηλώνεται σε δύο άξονες, τον έρωτα και το θάνατο. Η ρομαντική της φύση την κάνει να αντιφάσκει, να αιωρείται ανάμεσα στη δίψα της για τον έρωτα και την ένταση της ζωής και νοσηρό, τραγικό προαίσθημα του θανάτου. Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αντίφαση, η μεταφυσική βεβαιότητα ότι ο θάνατος πλησιάζει επιταχύνει και εντατικοποιεί τους ρυθμούς της ζωής, ώστε να ικανοποιηθεί η άπληστη ανάγκη για έρωτα (Γ. Χατζίνης).
Τα ποιήματά της παρουσιάζουν μια εικόνα ατημελησίας. Φθαρμένα υλικά, κοινότοπες εικόνες, κοινόχρηστες λέξεις, φλύαροι πλατειασμοί, αισθηματολογία, μελοδραματισμός, ελλιπής γλωσσική και στιχουργική επεξεργασία, τετριμμένη θεματολογία. Αυτό που διασώζει την ποίησή της είναι η γνησιότητα του πάθους της, που οδηγεί κάποιες φορές σε δραματικές κορυφώσεις ανεπανάληπτες, και η μουσικότητα του στίχου που αποδίδει τις συναισθηματικές μεταπτώσεις. Είναι η βάση της κατά τ ’άλλα ορμεμφυτικής και ανοργάνωτης ποιητικής της
(Κ. Στεργιόπουλος).
Η Μαρία Πολυδούρη υπήρξε γνήσιο παιδί των ιστορικών και αισθητικών παραμέτρων της εποχής της. Η στενή σχέση αλληλεπίδρασης, έως και ταύτισης, ζωής και έργου είναι θεμελιώδης αρχή των νεορομαντικών. Η σύνδεση ζωής και έργου κατά τη διαδικασία της ποιητικής σύνθεσης ήταν αυτονόητη για την Πολυδούρη. (elogos.gr)
Οι στίχοι της είν' ατημέλητοι και τους διακρίνει μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή. ( Έλλη Αλεξίου)
Δυο βιβλία που
περιέχουν περισσότερο θάνατο από σελίδες... Έτσι όπως μας έρχονται από την
ολοκληρωτική της νύχτα, έχουν την υποβλητικότητα ενός μεγάλου θρήνου... (
Ουράνης)
( Θα μπορούσατε να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται και να τα συγκεντρώσετε σε ένα μικρό, δικό σας κείμενο, διακρίνοντας αυτά του περιεχομένου απ' αυτά της μορφής).
( Θα μπορούσατε να εντοπίσετε τα χαρακτηριστικά που αναφέρονται και να τα συγκεντρώσετε σε ένα μικρό, δικό σας κείμενο, διακρίνοντας αυτά του περιεχομένου απ' αυτά της μορφής).
«Μόνο γιατί
μ’αγάπησες»
Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες
στα περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι'αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
κ' έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν
με την ψυχή στο βλέμμα,
περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο
της ύπαρξής μου στέμμα,
μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν.
Μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάη
είδα τη λυγερή σκιά μου, ως όνειρο
να παίζη, να πονάη,
μόνο γιατί όπως πέρναα με καμάρωσες,
Γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες
και μου άπλωσες τα χέρια
κ' είχες μέσα στα μάτια σου το θάμπωμα
-μιά αγάπη πλέρια,
γιατί δισταχτικά σα να με φώναξες,
Γιατί μόνο γιατί σε σέναν άρεσε
γι'αυτό έμεινε ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ'ακολουθούσες όπου πήγαινα,
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Γιατί μόνο γιατί σε σέναν άρεσε.
Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα,
γι'αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ'αγάπησες γεννήθηκα.
Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μού χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μού γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες
έζησα, να πληθαίνω
τα ονείρατά σου, ωραίε που βασίλεψες
κ' έτσι γλυκά πεθαίνω
μονάχα γιατί τόσο ωραία μ'αγάπησες...
της Mαρίκας Θωμαδάκη,
Αν.
Καθηγήτριας Πανεπιστημίου Αθηνών
Η συνάντηση της Πολυδούρη με τον
Κώστα Καρυωτάκη οδηγεί τα ποιητικά βήματα της νεαρής υπαλλήλου της Νομαρχίας
και φοιτήτριας της Νομικής Αθηνών, σε περιοχές όπου διατρίβει το απόλυτο
ιδανικό. Η ψυχή της ποιήτριας δίνεται ολοκληρωτικά στο απόλυτο πάθος και στην
αναζήτηση διόδων που θα παγίωναν την ένταξη του "ιδανικού αυτόχειρα"
στη Ζωή.
Το πλήρες
δόσιμο στον αγώνα για τη ζωοφόρο ένωσή της με τον πεισιθάνατο ποιητή, θα
χαρίσει στην Πολυδούρη μεταθανάτια είσοδο στον κύκλο των χαμένων ποιητών, στην
άχρηστη ίσως δόξα της μη επίσημης "ερωμένης" του Καρυωτάκη, που
επιλέγει τελικώς το θάνατο.
Ολα
συμβαίνουν πολύ γρήγορα. Ο, τι πρόλαβαν να ζήσουν δεν ήταν παρά το σύντομο
ανοιγόκλειμα στις γρίλιες του χρόνου:
Για να
φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε
τα μάτια η νύχτα αστέρια...
Κι ύστερα
σκοτάδι. Η Μαρία βιώνει ολομόναχη την τραγική κλιμάκωση της εξόδου από τα
εγκόσμια, του αγαπημένου της πρώτα και της δικής της μετά:
Σα να μ'
ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να
περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Η ποίησή της
που λικνίζεται στους ρυθμούς της Ζωής, εμβολιάζεται βαθμιαία από υλικό θανάτου.
Το 1925 η Πολυδούρη προσπαθεί να
βρει στο Παρίσι καινούριο φως, μια νέα ίσως υπόσταση για την ποίησή της. Όμως,
το τραγούδι της "κολλάει" απελπιστικά και αμετάκλητα στην παραφορά
που γνώρισε κοντά στον Καρυωτάκη: Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'
αγάπησες...
Μόνο γιατί
με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα
και με φίλησες στο στόμα...
Η Πολυδούρη
βυθίζεται στο Χρόνο, τον ουδετεροποιεί και τον εξουδετερώνει ανάγοντας το
παρελθόν σε σήμερα, ένα σήμερα που τη βρίσκει στη "Σωτηρία" άρρωστη
από φυματίωση και φτωχή... Τώρα θα συναντήσει επιτέλους τον μεγάλο απόντα. Η
ύπαρξή της εκπληρώθηκε πλέρια στην Αγάπη:
Στην άχαρη ζωή
την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή
πληρώθη...
Στην ύστατη
ώρα η Πολυδούρη, υπερήφανη και πάντα μόνη, μοιάζει να ευγνωμονεί την τρομερή
αρρώστια που την αποδεσμεύει λυτρωτικά από τις γήινες μορφές, που της ανοίγει
την πόρτα του απόλυτου. Στην τελευταία "επωδό" του τραγουδιού της, ο
αναγνώστης κοινωνεί το πάθος μιας άρτια βιωθείσας αγάπης:
Μονάχα γιατί
τόσο ωραία μ' αγάπησες
έζησα, να
πληθαίνω
τα ονείρατά
σου, ωραίε που βασίλεψες
κι έτσι
γλυκά πεθαίνω...
Η βιωματική
ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη αντανακλά, ως ένα βαθμό, τη "νεορομαντική
σχολή", που αναπτύσσεται στον αστερισμό του μεσοπολέμου,
περιόδου αναζητήσεως πολιτικής ισορροπίας στην Ελλάδα. Μικρασιατική
καταστροφή, εθνική κρίση, οικονομικό χάος, κοινωνική ρευστότητα, συνθέτουν μία
βασική υπαρξιακή αβεβαιότητα. Η ποίηση και, κυρίως, το βίωμα που την
τροφοδοτεί, δέχονται το εξωτερικό ερέθισμα και το μετουσιώνουν σε λογοτέχνημα.
Αυτό θα συμβαίνει όσο υπάρχουν άνθρωποι...
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930. Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη.
Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Άπαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Nεορομαντισμού και του Nεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.
Η κριτική για το έργο της
Η ποιητική ανεξαρτησία της Μ. Πολυδούρη
«Δεν θα γλιτώσει, φυσικά, ούτε η Πολυδούρη από την επίδραση του Καρυωτάκη. Αν και θα ’ταν πιο εύστοχο αν λέγαμε πως η Πολυδούρη, βοηθημένη και από τον Καρυωτάκη, συνειδητοποιεί την εποχή της και τυραννιέται όσο κι αυτός από τη γύμνια της, χωρίς όμως και να καταφέρει να δώσει τόσο άμεσα, όσο εκείνος, το δράμα της. Και είναι προς τιμήν της πως απόφυγε τους μιμισμούς, διατηρώντας ατόφια την προσωπικότητά της. Μένει τόσο ανεξάρτητη, που δεν διδάσκεται καν από τον αγαπημένο της ποιητή την λεκτική επεξεργασία του στίχου, και υστερεί φανερά, σε σύγκριση μ’ αυτόν που έδωσε πάντα τόσο αψεγάδιαστα, από την άποψη αυτή, ποιήματα. Παρόλα αυτά, έχουνε οι δυο τους ένα κοινό σημείο. Τον απόλυτα υποκειμενικό τόνο στην ποίησή τους. Γιατί και η Πολυδούρη, παρ’ όλη την τραγικότατη συνείδησή της, δεν έδωσε κι αυτή καθολικότητα, ούτε καθρέφτισε τους ανθρώπους μέσα στο έργο της. Αλλά υπάρχει τόση ειλικρίνεια στο ασυγκράτητο λυρικό παραλήρημα της ψυχής και της φαντασίας της, ώστε ο προσωπικός τόνος της να γίνεται πανανθρώπινος».
(Λιλή Ζωγράφου, χ.χ., Μαρίας Πολυδούρη Άπαντα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 80)
Ποιητικά γνωρίσματα της Μ. Πολυδούρη
«Και συμβαίνει τούτο το χαρακτηριστικό για την περίπτωσή της: ενώ όλοι οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, πρόφτασαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ζωντανοί, εκείνη διαβάστηκε και προσέχτηκε μόλις πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό της κι αμέσως ύστερα. Γι’ αυτό η παρουσία της στα γράμματα, ενισχυμένη κι απ’ τη μεγάλη μεταθανάτια φήμη του Καρυωτάκη, εξαιτίας του δεσμού τους και της σχετικής επιφυλλιδογραφίας γύρω απ’ το “ειδύλλιο” των δύο ποιητών, που έφτασε να μεταμορφωθεί σε λαϊκό “ρομάντζο”, άρχισε να γίνεται αισθητή μαζί με το ρεύμα του “καρυωτακισμού”, όταν η ίδια δεν υπήρχε πια. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο έμενε στραμμένη προς τη ζωή και πόσο η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο —τόσο κυριαρχικό σε όλους τους— ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Για τούτο κι οι επιδράσεις στο έργο της εμφανίζονται μάλλον περιορισμένες και τυχαίες, κι είναι πιο πολύ επιδράσεις ζωής και γενικών τάσεων παρά συγκεκριμένων λόγιων πηγών, χωρίς να ξεφεύγει εντελώς απ’ τον κανόνα ούτε κι η φανερή επίδρασή της από τον Καρυωτάκη, αφού κι εκείνη φαίνεται να προέρχεται όχι μόνο απ’ την ίδια την ποίησή του, μα κι απ’ την προσωπική τους σχέση.
Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της. Γιατί πέρα απ’ τις συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται, μάλιστα, στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα” να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματικοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν’ αποκτούν εκφραστικότητα ασυνήθιστη. Γι’ αυτό κι εξακολουθεί να παραμένει από τις πιο γνήσιες γυναικείες φωνές που ακούστηκαν στη νεοελληνική ποίηση».
(Κώστας Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 422-423)
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
«…περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξης μου στέμμα»: Πώς αντιλαμβάνεσθε το νόημα αυτών των στίχων;
Η ποιήτρια στον τρόπο που την κοιτάζει ο αγαπημένος της διακρίνει την αλήθεια των συναισθημάτων του για εκείνη κι αυτό τη γεμίζει χαρά καθώς συνειδητοποιεί ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Η επίδραση που έχει στην ποιήτρια η επίγνωση αυτή, είναι καταλυτική, καθώς τη γεμίζει με συναισθήματα ευτυχίας και το κυριότερο τη βοηθά να αγαπήσει και η ίδια τον εαυτό της. Η ποιήτρια μέσα από την αγάπη εκείνου και μέσα από τον τρόπο που την κοιτάζει, κατορθώνει να δει και να αποδεχτεί την πραγματική αξία του εαυτού της, κατορθώνει να αγαπήσει τον εαυτό της και να παρουσιαστεί μπροστά του με όλη την ομορφιά που της προσφέρει η εμπιστοσύνη στην αξία της και η επίγνωση ότι εκείνος την αγαπά.
Η ποιήτρια μέχρι να γνωρίσει εκείνον αγνοούσε την ιδιαίτερη ομορφιά της και δεν είχε κατορθώσει να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό της, η ζωή της φαινόταν άχαρη και δεν είχε ακόμη αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Η γνωριμία της όμως με εκείνον και η αγάπη του, την οδήγησαν στο να αποκτήσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση ώστε να μπορεί πλέον να αισθάνεται και να δείχνει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της. Όσο κι αν μοιάζει περίεργο κάποιες φορές χρειάζεται στους ανθρώπους η αγάπη του άλλου για να κατανοήσουν και οι ίδιοι την αξία τους και να μπορέσουν να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους και να ξεδιπλώσουν πλήρως την ομορφιά του χαρακτήρα τους.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Ο έρωτας φαίνεται να εξαγνίζει την ποιήτρια και να καταξιώνει τη ζωή και την τέχνη της. Να σχολιάσετε τους στίχους στους οποίους επαληθεύεται αυτή η διαπίστωση.
Η Μαρία Πολυδούρη υμνώντας τον έρωτά της μας παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε στη ζωή και την τέχνη της η παρουσία του αγαπημένου της. Από τον πρώτο κιόλας στίχο «Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες», η ποιήτρια δηλώνει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο συνθέτει την ποίησή της είναι η αγάπη εκείνου. Η τέχνη της δεν παρουσιάζεται ως ανάγκη ποιητικής έκφρασης, αλλά ως ανάγκη εξύμνησης της αγάπης του. Η ποιήτρια καταφεύγει στην ποίηση για να εκφράσει τον έρωτά της και όχι απλώς και μόνο για να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσα στους Έλληνες ποιητές.
«κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα», η ποιήτρια καθιστά σαφές ότι η αγάπη του και η επαφή μαζί του, δεν υπήρξε κάτι το εφήμερο, υπήρξε μια σχέση με καταλυτική επίδραση στη ζωή της που συνέχισε να την επηρεάζει ακόμη και μετά τον πρόωρο χαμό του. Η ποιητική δημιουργία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συναισθηματική κατάσταση και με τις πνευματικές συγκινήσεις του δημιουργού, γεγονός που σημαίνει ότι τόσο η συναισθηματική αναγέννηση που προσφέρθηκε στην ποιήτρια από τον αγαπημένο της, όσο και η σωματική επαφή μαζί του, αποτέλεσαν στοιχεία που επηρέασαν άμεσα την ποίησή της, κατευθύνοντάς την στη λυρική απαθανάτιση του έρωτά τους.
«περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα», ο έρωτάς του για εκείνη, η πλήρης απoδοχή της από εκείνον και η αφοσίωσή του, οδήγησαν την ποιήτρια σε μια χωρίς προηγούμενο αναγνώριση του εαυτού της και της αξίας της. Η αγάπη του την καταξίωσε πρωτίστως στον ίδιο της τον εαυτό και ακολούθως τη βοήθησε να παρουσιαστεί απέναντι σε όλους με τη μέγιστη δυνατή πίστη στον εαυτό της και την αξία της. Η ποιήτρια μόνο μέσα από την αγάπη του κατόρθωσε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί απόλυτα τον εαυτό της κι αυτό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του έρωτά του για εκείνη.
«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», με τους στίχους αυτούς η Πολυδούρη διακηρύσσει σε όλους την ασύγκριτη επίδραση που είχε η αγάπη του στη ζωή της, μιας και φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο γεννήθηκε και έζησε ήταν για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον. Αν και η δήλωση αυτή μοιάζει υπερβολική, η ποιήτρια αισθάνεται ότι η ζωή της απέκτησε νόημα κι ενδιαφέρον, μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε κι αυτό είναι απολύτως αποδεκτό καθώς μέσα από τα δικά του μάτια, μέσα από τη δική του αγάπη, η ποιήτρια κατόρθωσε να δει την ομορφιά και την αξία του εαυτού της και κατόρθωσε και η ίδια για πρώτη φορά να αγαπήσει τον εαυτό της.
«κι έτσι γλυκά πεθαίνω»: η σημασία αυτού του στίχου είναι πολύ μεγάλη, καθώς μόνο όταν κάποιος πλησιάζει στο θάνατο μπορεί πραγματικά να διακρίνει τι είχε πραγματική αξία στη ζωή του και τι όχι. Επομένως, η δήλωση της ποιήτριας ότι πεθαίνει γλυκά επειδή εκείνος την αγάπησε, σημαίνει ότι η αγάπη του υπήρξε αρκετή για να της δώσει κάτι που δύσκολα αποκτιέται στη ζωή, της προσέφερε μια τέτοια αίσθηση πληρότητας ώστε ακόμη κι ο θάνατος να μην την τρομάζει πια. Η ποιήτρια χάρη στην αγάπη του και χάρη στα συναισθήματα χαράς και ολοκλήρωσης που της προσέφερε εκείνος, προχωρά προς το θάνατο αισθανόμενη πως έζησε τη ζωή της στην πληρότητά της και πως μπορεί πλέον να πεθάνει χωρίς να αισθάνεται πως δεν πρόλαβε να γνωρίσει το σημαντικότερο δώρο της ζωής, την αγάπη.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Ο πρώτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται στο τέλος της. Ποιος είναι ο ρόλος αυτής της επανάληψης;
Το σχήμα κύκλου που δημιουργείται σε κάθε στροφή, εξυπηρετεί αφενός τη λυρικότητα του ποιήματος καθώς ενισχύει την αίσθηση της μουσικότητας κι αφετέρου συμβάλλει στην εναργέστερη εντύπωση του περιεχομένου στον αναγνώστη μέσω της επανάληψής του. Ειδικότερα, βέβαια, μπορούμε να διακρίνουμε ότι σε κάθε στροφή ο στίχος που επαναλαμβάνεται έχει επιλεγεί ώστε να δίνει έμφαση στο συγκεκριμένο κάθε φορά μήνυμα που θέλει να περάσει η ποιήτρια.
Έτσι, στην πρώτη στροφή ο στίχος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», εκφράζει εμφατικά ότι το ποίημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στον αγαπημένο της ποιήτριας και παράλληλα με την επανάληψή του δημιουργεί την αίσθηση ότι η αγάπη που διακηρύσσεται από την Πολυδούρη έχει όχι μόνο ένταση αλλά και διάρκεια. Παράλληλα, με το στίχο αυτό η ποιήτρια συνδέει άρρηκτα την ποιητική της δημιουργία με το αγαπημένο της πρόσωπο, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι το μοναδικό κίνητρο για τον ποιητικό της λόγο είναι η αγάπη εκείνου.
Στη δεύτερη στροφή, ο αρχικός στίχος «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», δίνει στην αγάπη της για εκείνον και την έκφανση της ερωτικής επαφής, δίνοντας την αίσθηση ότι η σχέση των δύο ερωτευμένων δεν υπήρξε μόνο συναισθηματική αλλά και σαρκική. Το σχήμα κύκλου, επομένως, εδώ δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης στην ερωτική αυτή σχέση κι εντείνει έτσι τη σημασία του ερωτικού συναισθήματος για την ποιήτρια.
Στην τρίτη στροφή «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν», η ποιήτρια εστιάζει την προσοχή της στη βασική πηγή επιβεβαίωσης της αγάπης της, δηλαδή στο βλέμμα του αγαπημένου της, στο οποίο μπορούσε να διακρίνει όλη την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Αν οι πράξεις μπορούν να είναι προσποιητές κι αν τα λόγια μπορεί να είναι ψεύτικα, η ποιήτρια θεωρεί ότι ο τρόπος που ο αγαπημένος της την κοίταζε αποκάλυπτε όλη την αλήθεια της αγάπης του, γι’ αυτό και φροντίζει να δώσει με έμφαση την αδιάψευστη διαβεβαίωση των συναισθημάτων του.
Η τέταρτη στροφή αποτελεί την απόλυτη διακήρυξη της αγάπης της ποιήτριας, καθώς με το στίχο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα», δηλώνει απερίφραστα την πεποίθησή της ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στη ζωή ήταν για να αισθανθεί την αγάπη του. Ο στίχος αυτός περιέχει νοηματικά ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια τον επαναλαμβάνει και παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο υπερβολής, αποδίδει στο ακέραιο τη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας τη στιγμή της σύνθεσης του ποιήματος, αλλά και τη συναισθηματική ένταση που βιώνει κάθε άνθρωπος που ερωτεύεται και αφήνεται πλήρως στο συναίσθημα αυτό.
Η πέμπτη στροφή του ποιήματος σφραγίζεται από την επανάληψη του στίχου «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», ο οποίος έρχεται ως συμπέρασμα σε όσα ειπώθηκαν από την ποιήτρια σε όλο το υπόλοιπο ποίημα. Μόνο γιατί την αγάπησε τόσο ωραία, αισθάνθηκε τόσο έντονα συναισθήματα για εκείνον και άφησε τα συναισθήματα αυτά να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε ολόκληρη τη ζωή της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η χρήση της λέξης “ωραία” που έρχεται να χαρακτηρίσει τους τρόπους της αγάπης του. Μέσα στη λέξη αυτή η ποιήτρια εντάσσει την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της αγάπης του, αλλά και τη δύναμη αυτής της αγάπης που ήρθε και άλλαξε πλήρως τη ζωή της.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Πώς λειτουργεί στο ποίημα η επανάληψη της λέξης «μόνο»;
Η Μαρία Πολυδούρη συνθέτει το ποίημά της για να εκφράσει στον αγαπημένο της τη μοναδική αξία που είχε για εκείνη η αγάπη του. Το ποίημα, επομένως, απευθύνεται μόνο σ’ αυτόν και τη μοναδικότητα αυτή επιχειρεί να τονίσει η ποιήτρια με τη συχνή χρήση του επιρρήματος μόνο. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες τιτλοφορεί τη σύνθεσή της, καθιστώντας σαφές, από τις πρώτες κιόλας λέξεις που του απευθύνει, ότι όλες οι αλλαγές που επήλθαν στη ζωή της οφείλονταν μοναχά στη δική του αγάπη. Σε αντίθεση με άλλες ποιητικές συνθέσεις που τιμούν εν γένει τον έρωτα και τη λυτρωτική δύναμη της αγάπης, η Πολυδούρη επιθυμεί να τιμήσει αποκλειστικά τη δική του αγάπη και την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου, / μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, / μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο / κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα: Το δικό του άγγιγμα και φιλί, η δική του αποδοχή κι ερωτική επιθυμία, είναι που βοήθησαν την ποιήτρια να αισθανθεί και να αναδείξει όλη την ομορφιά της. Μόνο χάρη στη δική του αγάπη η ποιήτρια αφέθηκε στο ερωτικό κάλεσμα και ένιωσε ποθητή και όμορφη, μόνο επειδή εκείνος τη θέλησε άφησε τον έρωτα να αγγίξει την ψυχή της και αισθάνεται ακόμη και τώρα που εκείνος έχει φύγει τη δύναμη του έρωτα να τη συγκλονίζει.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα, / περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα: Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του κάθε φορά που την κοιτούσε, η αγάπη του που μπορούσε να τη δει ξεκάθαρα στο βλέμμα του, είναι ο μοναδικός λόγος που η ποιήτρια κατόρθωσε να αποδεχτεί και η ίδια πλήρως τον εαυτό της κι ένιωσε την ύπαρξή της να δικαιώνεται. Μπροστά του, και μόνο χάρη στην αγάπη του, η ποιήτρια αισθανόταν μια τέτοια αποδοχή που την ωθούσε στο να αποκαλύπτει και να αποδέχεται και η ίδια απόλυτα τον εαυτό της. Μόνο χάρη στην αγάπη του η ποιήτρια αισθανόταν πως η ύπαρξή της αποκτούσε μια μοναδική αξία, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε και που ποτέ ξανά δε θα αποκτούσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα: Η ποιήτρια έχοντας βιώσει την καταλυτική δύναμη του έρωτα, αισθάνεται για πρώτη φορά πως η ζωή της αποκτά νόημα κι αυτό το αποδίδει αποκλειστικά σ’ εκείνον. Είναι τέτοια η ένταση των συναισθημάτων που νιώθει για τον αγαπημένο της, ώστε θεωρεί πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι η λέξη μόνο έρχεται για να δώσει με έμφαση τη μοναδικότητα των συναισθημάτων που αισθάνθηκε η ποιήτρια για τον αγαπημένο της και παράλληλα έρχεται να απομακρύνει με απόλυτο τρόπο τη σκέψη ότι υπήρξε ή θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος στη ζωή της που θα της προκαλούσε τόσο συγκλονιστικά συναισθήματα. Η ποιήτρια αγάπησε πραγματικά μόνο εκείνον και κανέναν άλλο κι αυτό επιθυμεί να εκφράσει σ’ αυτό το ποίημα που απευθύνεται στον αγαπημένο της που χάθηκε τόσο νωρίς.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Πολυδούρη, όταν η σχέση της με τον Καρυωτάκη τελείωσε, αρραβωνιάστηκε για ένα σύντομο διάστημα τον Αριστοτέλη Γεωργίου, οπότε μετά την αυτοκτονία του πραγματικού της έρωτα, θέλησε να διαβεβαιώσει τόσο εκείνον όσο και τους ανθρώπους γύρω της, ότι για εκείνη υπήρξε μόνο μια πραγματική αγάπη στη ζωή της.
Όλα τα ρήματα του ποιήματος βρίσκονται σε χρόνο αόριστο. Ποια είναι η λειτουργία αυτού του χρόνου στο ποίημα;
Η χρήση του αορίστου λειτουργεί ως μια έμμεση υπενθύμιση ότι όλα αυτά τα συναισθήματα αγάπης γεννήθηκαν στο παρελθόν και πως δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποτελέσουν παρόν για την ποιήτρια, τουλάχιστον όχι από τη μεριά του αγαπημένου της, καθώς εκείνος έχει πια πεθάνει. Θέτοντας, επομένως, η ποιήτρια τα ρήματα του ποιήματος σε αόριστο χρόνο μας παρουσιάζει με πιο τραγικό τρόπο την ένταση των συναισθημάτων της, μιας και παρόλο που εκείνη συνεχίζει να βιώνει τον αντίκτυπο της αγάπης αυτής, στην πραγματικότητα δε ζει παρά μια κατάσταση που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο αγαπημένος της έχει πεθάνει κι επομένως κάθε τι που μας αναφέρει η ποιήτρια είναι παρμένο από το παρελθόν, είναι δηλαδή η αναπαράσταση των αναμνήσεών της, αλλά από την άλλη η ποιήτρια αισθάνεται συγκλονισμένη από τα συναισθήματά αυτά, που την ωθούν άλλωστε να τραγουδήσει για τον αγαπημένο της, υποδηλώνοντας έτσι με κατηγορηματικό τρόπο πως η σχέση αυτή συνεχίζεται και στο παρόν. Δε συνεχίζεται βέβαια ως μια σχέση άμεσης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αλλά λειτουργεί ως μια πηγή αλλαγής για την ποιήτρια, η οποία ακόμη γίνεται αποδέκτης της καταλυτικής επίδρασης που έχει σ’ αυτήν η γνωριμία με τον αγαπημένο της.
Η αναφορά επομένως γεγονότων του παρελθόντος σ’ ένα ποίημα που γιορτάζει την εκ βάθρων αλλαγή που έχει επέλθει στη ζωή της ποιήτριας, μας τοποθετεί σε δύο παράλληλα χρονικά επίπεδα, όπου στο ένα παρακολουθούμε όσα έγιναν κάποτε και στο άλλο, μαζί με την ποιήτρια, βιώνουμε την ακατάλυτη δύναμη της αγάπης που μπορεί ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει να προκαλεί σαρωτικές αλλαγές στην ύπαρξη του αποδέκτη της. Η ποιήτρια δηλώνει πως έχει ένα ρίγος στην ψυχή της ακόμη και πως έτσι γλυκά πεθαίνει, χάρη στην αγάπη που γνώρισε από εκείνον. Κι ενώ κάθε τι στο ποίημα μας παραπέμπει στο παρελθόν, η ποιήτρια μας παρουσιάζει όλα όσα αισθάνεται, ως έντονα και ζωντανά συναισθήματα του παρόντος, που την επηρεάζουν άμεσα και την οδηγούν με χαρά ακόμη και στον ίδιο της το θάνατο.
Στα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη είναι διάχυτο το αίσθημα της μελαγχολίας. Ποια είναι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο ποίημα, η αιτία της θλίψης της ποιήτριας;
Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη διακρίνεται για τους μελαγχολικούς της τόνους καθώς η ζωή της ποιήτριας κλονίζεται τόσο από την απώλεια του αγαπημένου της, όσο και από την ασθένειά της που την οδηγεί και στο δικό της τέλος. Ο νέος που με την αγάπη του είχε κατορθώσει να προσφέρει στην ποιήτρια αισθήματα ευτυχίας αλλά κι ένα σημαντικό κίνητρο για την ποιητική της δημιουργία, έχει πλέον χαθεί κι αυτό την οδηγεί σε συναισθήματα θλίψης και απελπισίας. Η ποιήτρια, όπως μας το δηλώνει στους στίχους της, τραγουδά, δημιουργεί δηλαδή την ποίησή της, μόνο για την αγάπη του νέου άντρα. Μόνο η δική του παρουσία στη ζωή της είχε καταφέρει να της δώσει ένα αίσθημα πληρότητας και είχε δικαιώσει την ύπαρξή της, αλλά τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια, η ποιήτρια αναγκαστικά επιστρέφει στην άχαρη ζωή της, όπου δεν βρίσκεται τίποτε που θα μπορούσε να της προσφέρει εκ νέου τη θέληση να ζήσει αλλά και να δημιουργήσει.
Η ποιήτρια μέχρι να εμφανιστεί ο αγαπημένος της βρισκόταν σε μια ζωή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς χαρά και χωρίς κάτι να της προσφέρει το κίνητρο που απαιτείται για να μπορούν οι άνθρωποι να ξεπερνούν τις καθημερινές του δυσκολίες. Η παρουσία επομένως του νέου υπήρξε καταλυτική για τη συναισθηματική ολοκλήρωση της ποιήτριας, για τη δραστηριοποίησή της, καθώς και για την αποτίναξη όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων που την κρατούσαν για καιρό δέσμιά τους. Είναι, επομένως, λογικό για την ποιήτρια να αισθάνεται πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να χαίρεται τη ζωή, εφόσον η ζωή χωρίς εκείνον δεν έχει πια τον πλούτο των χρωμάτων που μόνο μαζί του κατόρθωσε να γνωρίσει.
Επιπλέον, η απώλεια του αγαπημένου, με την ένταση του πόνου που τη συνόδεψε, έχει κλονίσει την υγεία της ποιήτριας κι έχει επισπεύσει έτσι και το δικό της τέλος. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι δεν έχει πολύ καιρό να ζήσει, κι αυτό την έχει φέρει βέβαια σε μια συμφιλίωση με το θάνατο, «κι έτσι γλυκά πεθαίνω», αλλά παράλληλα της έχει στερήσει το δικαίωμα να κάνει όνειρα για μια ζωή χωρίς εκείνον, για μια ζωή χωρίς το μεγάλο της έρωτα, αλλά με την ελπίδα ότι θα μπορούσε ίσως να γνωρίσει ξανά τον έρωτα στο πρόσωπο κάποιου άλλου. Η ποιήτρια έχει έρθει αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη ευκαιρία που είχε στο να γνωρίσει και να βιώσει την αγάπη ήρθε και παρήλθε με τον αγαπημένο της. Ό,τι έζησε μαζί του ήταν και η μοναδική επαφή της με τον πραγματικό έρωτα και τώρα δεν έχει παρά να περιμένει και το δικό της χαμό, γεγονός που επισφραγίζει με τον πιο απόλυτο τρόπο το συναίσθημα μελαγχολίας που τη χαρακτηρίζει.
http://latistor.blogspot.gr/
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1902, όπου και ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές της και διορίστηκε στη Νομαρχία Μεσσηνίας. Μετά τον θάνατο και των δύο γονέων της, ζήτησε μετάθεση στη Νομαρχία Αττικής (1922) και γράφτηκε στη Νομική Σχολή. Στην υπηρεσία της γνώρισε τον Κώστα Καρυωτάκη και τον ερωτεύτηκε παράφορα. Η σχέση τους υπήρξε πολυκύμαντη, χωρίς, όμως, ευτυχισμένο τέλος. Για ένα διάστημα η Πολυδούρη έζησε στο Παρίσι, όπου προσβλήθηκε από φυματίωση και επέστρεψε στην Ελλάδα (1928). Πέρασε τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής της στο σανατόριο «Σωτηρία». Η αυτοκτονία του Καρυωτάκη τής έδωσε τη χαριστική βολή. Πέθανε σε ηλικία μόλις 28 χρόνων, το 1930. Η Μαρία Πολυδούρη άρχισε να γράφει στίχους από πολύ μικρή, τα ωραιότερα ποιήματά της, όμως, τα έγραψε μετά τη γνωριμία της με τον Καρυωτάκη.
Δημοσίευσε δύο ποιητικές συλλογές: Οι τρίλιες που σβήνουν (1928) και Ηχώ στο χάος (1929) (που συγκροτούν τα Άπαντά της). Οι στίχοι της είναι επηρεασμένοι από το λογοτεχνικό ρεύμα του Nεορομαντισμού και του Nεοσυμβολισμού και μοιάζουν με ένα λυρικό παραλήρημα. Κύρια γνωρίσματά τους είναι η λυρική έξαρση, η ευαισθησία, η λεπτότητα των συναισθημάτων, η ειλικρίνεια, η μουσικότητα και η μελαγχολία.
Η κριτική για το έργο της
Η ποιητική ανεξαρτησία της Μ. Πολυδούρη
«Δεν θα γλιτώσει, φυσικά, ούτε η Πολυδούρη από την επίδραση του Καρυωτάκη. Αν και θα ’ταν πιο εύστοχο αν λέγαμε πως η Πολυδούρη, βοηθημένη και από τον Καρυωτάκη, συνειδητοποιεί την εποχή της και τυραννιέται όσο κι αυτός από τη γύμνια της, χωρίς όμως και να καταφέρει να δώσει τόσο άμεσα, όσο εκείνος, το δράμα της. Και είναι προς τιμήν της πως απόφυγε τους μιμισμούς, διατηρώντας ατόφια την προσωπικότητά της. Μένει τόσο ανεξάρτητη, που δεν διδάσκεται καν από τον αγαπημένο της ποιητή την λεκτική επεξεργασία του στίχου, και υστερεί φανερά, σε σύγκριση μ’ αυτόν που έδωσε πάντα τόσο αψεγάδιαστα, από την άποψη αυτή, ποιήματα. Παρόλα αυτά, έχουνε οι δυο τους ένα κοινό σημείο. Τον απόλυτα υποκειμενικό τόνο στην ποίησή τους. Γιατί και η Πολυδούρη, παρ’ όλη την τραγικότατη συνείδησή της, δεν έδωσε κι αυτή καθολικότητα, ούτε καθρέφτισε τους ανθρώπους μέσα στο έργο της. Αλλά υπάρχει τόση ειλικρίνεια στο ασυγκράτητο λυρικό παραλήρημα της ψυχής και της φαντασίας της, ώστε ο προσωπικός τόνος της να γίνεται πανανθρώπινος».
(Λιλή Ζωγράφου, χ.χ., Μαρίας Πολυδούρη Άπαντα, Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», σελ. 80)
Ποιητικά γνωρίσματα της Μ. Πολυδούρη
«Και συμβαίνει τούτο το χαρακτηριστικό για την περίπτωσή της: ενώ όλοι οι άλλοι, ποιος λίγο ποιος πολύ, πρόφτασαν να διαδραματίσουν κάποιο ρόλο ζωντανοί, εκείνη διαβάστηκε και προσέχτηκε μόλις πριν απ’ τον πρόωρο θάνατό της κι αμέσως ύστερα. Γι’ αυτό η παρουσία της στα γράμματα, ενισχυμένη κι απ’ τη μεγάλη μεταθανάτια φήμη του Καρυωτάκη, εξαιτίας του δεσμού τους και της σχετικής επιφυλλιδογραφίας γύρω απ’ το “ειδύλλιο” των δύο ποιητών, που έφτασε να μεταμορφωθεί σε λαϊκό “ρομάντζο”, άρχισε να γίνεται αισθητή μαζί με το ρεύμα του “καρυωτακισμού”, όταν η ίδια δεν υπήρχε πια. Όλα αυτά μας επιτρέπουν να συμπεράνουμε πόσο έμενε στραμμένη προς τη ζωή και πόσο η ποίησή της αποτελούσε ένα μέρος των αισθημάτων, των διαθέσεων και των προσωπικών της καταστάσεων. Γιατί η Πολυδούρη έγραφε τα ποιήματά της όπως και το ατομικό της ημερολόγιο. Η μεταστοιχείωση γινόταν αυτόματα και πηγαία. Κι αν στους περισσότερους της νεορρομαντικής σχολής το βιωματικό στοιχείο —τόσο κυριαρχικό σε όλους τους— ήταν μια πρώτη ύλη που περνούσε από διαδοχικές διαφοροποιήσεις, ώσπου να φτάσει στο ποίημα, γι’ αυτήν η έκφραση εσήμαινε κατ’ ευθείαν μεταγραφή των γεγονότων του συναισθηματικού της κόσμου στην ποιητική γλώσσα της εποχής, με όλες τις εξιδανικεύσεις, τις ωραιοποιήσεις και τις υπερβολές, που της υπαγόρευε η ρομαντική της φύση κι η ατμόσφαιρα του περιβάλλοντος. Για τούτο κι οι επιδράσεις στο έργο της εμφανίζονται μάλλον περιορισμένες και τυχαίες, κι είναι πιο πολύ επιδράσεις ζωής και γενικών τάσεων παρά συγκεκριμένων λόγιων πηγών, χωρίς να ξεφεύγει εντελώς απ’ τον κανόνα ούτε κι η φανερή επίδρασή της από τον Καρυωτάκη, αφού κι εκείνη φαίνεται να προέρχεται όχι μόνο απ’ την ίδια την ποίησή του, μα κι απ’ την προσωπική τους σχέση.
Η Πολυδούρη κινείται ολόκληρη στην περιοχή του συναισθήματος και των συναισθηματικών καταστάσεων, συνήθως γύρω απ’ τα δυο βασικά μοτίβα του έρωτα και του θανάτου, διατηρώντας έναν ιδιαίτερα προσωπικό τόνο. Πληθωρική από την αρχή σε συναισθηματισμούς, σε τρυφερότητα και γυναικεία ευαισθησία, φτάνει ν’ αγγίξει στο τέλος κάποιες δραματικές νότες και να μετριάσει στις καλύτερες στιγμές της τις πολλές ρομαντικές κοινοτοπίες, τον μελοδραματισμό και την κλαυθμηρή διάθεση, που τη χαρακτηρίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος, για να περιοριστεί οξύτερα στο ατομικό της δράμα. Με χαλαρή συνήθως και κάποτε αδέξια τεχνική, αλλά με αυτοσχεδιαστική ευχέρεια, νοσηρά ρομαντική και ψυχολογικά επηρεασμένη από τα οικογενειακά της ατυχήματα, το επαρχιακό περιβάλλον της πατρίδας, τα μανιάτικα μοιρολόγια που άκουγε μικρή και τα αισθηματικά αναγνώσματα των λαϊκών μεσοπολεμικών περιοδικών, εξελίσσει βαθμιαία την ποίησή της σε μια γεμάτη ερωτική περιπάθεια και τύψη ελεγεία θανάτου, εξουδετερώνοντας τα μειονεκτήματά της με το πάθος και τον παλμό της φωνής της. Γιατί πέρα απ’ τις συναισθηματικές διαχύσεις, η Πολυδούρη έχει κατά βάθος κάτι δαιμονικά ανυποχώρητο. Παρόμοια με τον Καρυωτάκη, θηρεύει κι εκείνη με τον τρόπο της το απόλυτο, που γίνεται, μάλιστα, στην περίπτωσή της πιο τελεσίδικα ανέφικτο, καθώς ο ασίγαστος ερωτισμός της τη σπρώχνει τελικά να το εντοπίσει στη μορφή του αυτόχειρα ποιητή, όταν ο θάνατος τον έχει κάνει απλησίαστο, ώσπου δεν της μένει πια παρά “στου έρωτα την άγρια καταιγίδα” να ιδεί να μετρηθούν γι’ αυτήν θάνατος και ζωή. Βέβαια, αν εξαιρέσουμε μερικά ποιήματα, ο συναισθηματισμός της ελάχιστα μετουσιώνεται ποιητικά, κι ακόμα πιο σπάνια πνευματικοποιείται. Κι ωστόσο, χωρίς ιδιαίτερη πνευματικότητα, χωρίς ακονισμένη τεχνική, κατορθώνει να δίνει νέα δύναμη σε φτωχές και τριμμένες λέξεις, ώστε ένα πλήθος κοινοτοπίες ν’ αποκτούν εκφραστικότητα ασυνήθιστη. Γι’ αυτό κι εξακολουθεί να παραμένει από τις πιο γνήσιες γυναικείες φωνές που ακούστηκαν στη νεοελληνική ποίηση».
(Κώστας Στεργιόπουλος, 1980, Η Ελληνική Ποίηση. Η Ανανεωμένη Παράδοση. Ανθολογία-Γραμματολογία, Αθήνα: Σοκόλης, σελ. 422-423)
Μαρία
Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Η λέξη «ωραίος» επαναλαμβάνεται συχνά στο ποίημα, ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή. Ποια νομίζετε ότι είναι η σημασία της;
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
Η λέξη ωραίος είτε ως επίθετο είτε ως επίρρημα, δηλώνοντας είτε ιδιότητα είτε τρόπο, επαναλαμβάνεται από την ποιήτρια για να εκφράσει την ομορφιά που συνοδεύει την αγάπη. Η ποιήτρια αισθάνεται ωραία γιατί εκείνος την αγάπησε και μέσα από την αγάπη του τη βοήθησε να αντιληφθεί και η ίδια και να αποδεχτεί την ομορφιά της τόσο της μορφής της όσο και του χαρακτήρα της. Η ομορφιά που αισθάνεται η ποιήτρια έρχεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης που έχει ο έρωτας στους ανθρώπους. Η ποιήτρια έχοντας γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα βλέπει όχι μόνο τον εαυτό της όμορφο αλλά και τον αγαπημένο της, αντικατοπτρίζοντας έτσι το συναίσθημα του έρωτα που παραμερίζει τις αρνητικές πτυχές της ζωής και φωτίζει τα πάντα γύρω του, προσφέροντας στους ερωτευμένους μια προνομιακή θέαση της ομορφιάς που υπάρχει στο κάθε τι.
Η ποιήτρια χαρακτηρίζει ωραίο τον εαυτό της, τον αγαπημένο της αλλά και τον τρόπο που την αγάπησε, αποσαφηνίζοντας έτσι ότι στο ποιητικό της λεξιλόγιο η λέξη ωραίος δε σημαίνει κατ’ αποκλειστικότητα όμορφος, υποδηλώνει παράλληλα μια σειρά αξιών που μπορούν να αποδώσουν σε μια πράξη ή κατάσταση ομορφιά. Την αγάπησε ωραία γιατί της έδειξε σεβασμό, γιατί τίμησε το συναίσθημά τους, γιατί υπήρξε γι’ αυτήν όχι μόνο πηγή συναισθηματικής επιβεβαίωσης αλλά και πηγή πνευματικής συγκίνησης και καθοδήγησης. Την αγάπησε ωραία γιατί με την αγάπη του συμπλήρωσε τα κενά της ζωής της και την οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη πληρότητα, τέτοια πληρότητα μάλιστα που μπορεί πια να αψηφήσει ακόμη και το θάνατο, αισθανόμενη πως η ζωή της ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Η λέξη «ωραίος» επαναλαμβάνεται συχνά στο ποίημα, ιδιαίτερα στην τελευταία στροφή. Ποια νομίζετε ότι είναι η σημασία της;
μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο
Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες
τα ονείρατά σου, ωραίε, που βασίλεψες
Η λέξη ωραίος είτε ως επίθετο είτε ως επίρρημα, δηλώνοντας είτε ιδιότητα είτε τρόπο, επαναλαμβάνεται από την ποιήτρια για να εκφράσει την ομορφιά που συνοδεύει την αγάπη. Η ποιήτρια αισθάνεται ωραία γιατί εκείνος την αγάπησε και μέσα από την αγάπη του τη βοήθησε να αντιληφθεί και η ίδια και να αποδεχτεί την ομορφιά της τόσο της μορφής της όσο και του χαρακτήρα της. Η ομορφιά που αισθάνεται η ποιήτρια έρχεται ως αποτέλεσμα της επίδρασης που έχει ο έρωτας στους ανθρώπους. Η ποιήτρια έχοντας γνωρίσει τη δύναμη του έρωτα βλέπει όχι μόνο τον εαυτό της όμορφο αλλά και τον αγαπημένο της, αντικατοπτρίζοντας έτσι το συναίσθημα του έρωτα που παραμερίζει τις αρνητικές πτυχές της ζωής και φωτίζει τα πάντα γύρω του, προσφέροντας στους ερωτευμένους μια προνομιακή θέαση της ομορφιάς που υπάρχει στο κάθε τι.
Η ποιήτρια χαρακτηρίζει ωραίο τον εαυτό της, τον αγαπημένο της αλλά και τον τρόπο που την αγάπησε, αποσαφηνίζοντας έτσι ότι στο ποιητικό της λεξιλόγιο η λέξη ωραίος δε σημαίνει κατ’ αποκλειστικότητα όμορφος, υποδηλώνει παράλληλα μια σειρά αξιών που μπορούν να αποδώσουν σε μια πράξη ή κατάσταση ομορφιά. Την αγάπησε ωραία γιατί της έδειξε σεβασμό, γιατί τίμησε το συναίσθημά τους, γιατί υπήρξε γι’ αυτήν όχι μόνο πηγή συναισθηματικής επιβεβαίωσης αλλά και πηγή πνευματικής συγκίνησης και καθοδήγησης. Την αγάπησε ωραία γιατί με την αγάπη του συμπλήρωσε τα κενά της ζωής της και την οδήγησε σε μια πρωτόγνωρη πληρότητα, τέτοια πληρότητα μάλιστα που μπορεί πια να αψηφήσει ακόμη και το θάνατο, αισθανόμενη πως η ζωή της ολοκληρώθηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
«…περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξης μου στέμμα»: Πώς αντιλαμβάνεσθε το νόημα αυτών των στίχων;
Η ποιήτρια στον τρόπο που την κοιτάζει ο αγαπημένος της διακρίνει την αλήθεια των συναισθημάτων του για εκείνη κι αυτό τη γεμίζει χαρά καθώς συνειδητοποιεί ότι η αγάπη του είναι ειλικρινής. Η επίδραση που έχει στην ποιήτρια η επίγνωση αυτή, είναι καταλυτική, καθώς τη γεμίζει με συναισθήματα ευτυχίας και το κυριότερο τη βοηθά να αγαπήσει και η ίδια τον εαυτό της. Η ποιήτρια μέσα από την αγάπη εκείνου και μέσα από τον τρόπο που την κοιτάζει, κατορθώνει να δει και να αποδεχτεί την πραγματική αξία του εαυτού της, κατορθώνει να αγαπήσει τον εαυτό της και να παρουσιαστεί μπροστά του με όλη την ομορφιά που της προσφέρει η εμπιστοσύνη στην αξία της και η επίγνωση ότι εκείνος την αγαπά.
Η ποιήτρια μέχρι να γνωρίσει εκείνον αγνοούσε την ιδιαίτερη ομορφιά της και δεν είχε κατορθώσει να αποδεχτεί πλήρως τον εαυτό της, η ζωή της φαινόταν άχαρη και δεν είχε ακόμη αποκτήσει εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Η γνωριμία της όμως με εκείνον και η αγάπη του, την οδήγησαν στο να αποκτήσει την απαιτούμενη αυτοπεποίθηση ώστε να μπορεί πλέον να αισθάνεται και να δείχνει όλη την ομορφιά που κρύβει μέσα της. Όσο κι αν μοιάζει περίεργο κάποιες φορές χρειάζεται στους ανθρώπους η αγάπη του άλλου για να κατανοήσουν και οι ίδιοι την αξία τους και να μπορέσουν να φτάσουν στο μέγιστο των δυνατοτήτων τους και να ξεδιπλώσουν πλήρως την ομορφιά του χαρακτήρα τους.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Ο έρωτας φαίνεται να εξαγνίζει την ποιήτρια και να καταξιώνει τη ζωή και την τέχνη της. Να σχολιάσετε τους στίχους στους οποίους επαληθεύεται αυτή η διαπίστωση.
Η Μαρία Πολυδούρη υμνώντας τον έρωτά της μας παρουσιάζει την ιδιαίτερη αξία που είχε στη ζωή και την τέχνη της η παρουσία του αγαπημένου της. Από τον πρώτο κιόλας στίχο «Δεν τραγουδώ, παρά γιατί μ’ αγάπησες», η ποιήτρια δηλώνει ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο συνθέτει την ποίησή της είναι η αγάπη εκείνου. Η τέχνη της δεν παρουσιάζεται ως ανάγκη ποιητικής έκφρασης, αλλά ως ανάγκη εξύμνησης της αγάπης του. Η ποιήτρια καταφεύγει στην ποίηση για να εκφράσει τον έρωτά της και όχι απλώς και μόνο για να διεκδικήσει μια θέση ανάμεσα στους Έλληνες ποιητές.
«κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα», η ποιήτρια καθιστά σαφές ότι η αγάπη του και η επαφή μαζί του, δεν υπήρξε κάτι το εφήμερο, υπήρξε μια σχέση με καταλυτική επίδραση στη ζωή της που συνέχισε να την επηρεάζει ακόμη και μετά τον πρόωρο χαμό του. Η ποιητική δημιουργία είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συναισθηματική κατάσταση και με τις πνευματικές συγκινήσεις του δημιουργού, γεγονός που σημαίνει ότι τόσο η συναισθηματική αναγέννηση που προσφέρθηκε στην ποιήτρια από τον αγαπημένο της, όσο και η σωματική επαφή μαζί του, αποτέλεσαν στοιχεία που επηρέασαν άμεσα την ποίησή της, κατευθύνοντάς την στη λυρική απαθανάτιση του έρωτά τους.
«περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα», ο έρωτάς του για εκείνη, η πλήρης απoδοχή της από εκείνον και η αφοσίωσή του, οδήγησαν την ποιήτρια σε μια χωρίς προηγούμενο αναγνώριση του εαυτού της και της αξίας της. Η αγάπη του την καταξίωσε πρωτίστως στον ίδιο της τον εαυτό και ακολούθως τη βοήθησε να παρουσιαστεί απέναντι σε όλους με τη μέγιστη δυνατή πίστη στον εαυτό της και την αξία της. Η ποιήτρια μόνο μέσα από την αγάπη του κατόρθωσε να αναγνωρίσει και να αποδεχτεί απόλυτα τον εαυτό της κι αυτό αποτελεί μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές του έρωτά του για εκείνη.
«Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα / γι’ αυτό η ζωή μου εδόθη», με τους στίχους αυτούς η Πολυδούρη διακηρύσσει σε όλους την ασύγκριτη επίδραση που είχε η αγάπη του στη ζωή της, μιας και φτάνει στο σημείο να θεωρεί ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο γεννήθηκε και έζησε ήταν για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον. Αν και η δήλωση αυτή μοιάζει υπερβολική, η ποιήτρια αισθάνεται ότι η ζωή της απέκτησε νόημα κι ενδιαφέρον, μόνο γιατί εκείνος την αγάπησε κι αυτό είναι απολύτως αποδεκτό καθώς μέσα από τα δικά του μάτια, μέσα από τη δική του αγάπη, η ποιήτρια κατόρθωσε να δει την ομορφιά και την αξία του εαυτού της και κατόρθωσε και η ίδια για πρώτη φορά να αγαπήσει τον εαυτό της.
«κι έτσι γλυκά πεθαίνω»: η σημασία αυτού του στίχου είναι πολύ μεγάλη, καθώς μόνο όταν κάποιος πλησιάζει στο θάνατο μπορεί πραγματικά να διακρίνει τι είχε πραγματική αξία στη ζωή του και τι όχι. Επομένως, η δήλωση της ποιήτριας ότι πεθαίνει γλυκά επειδή εκείνος την αγάπησε, σημαίνει ότι η αγάπη του υπήρξε αρκετή για να της δώσει κάτι που δύσκολα αποκτιέται στη ζωή, της προσέφερε μια τέτοια αίσθηση πληρότητας ώστε ακόμη κι ο θάνατος να μην την τρομάζει πια. Η ποιήτρια χάρη στην αγάπη του και χάρη στα συναισθήματα χαράς και ολοκλήρωσης που της προσέφερε εκείνος, προχωρά προς το θάνατο αισθανόμενη πως έζησε τη ζωή της στην πληρότητά της και πως μπορεί πλέον να πεθάνει χωρίς να αισθάνεται πως δεν πρόλαβε να γνωρίσει το σημαντικότερο δώρο της ζωής, την αγάπη.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Ο πρώτος στίχος κάθε στροφής επαναλαμβάνεται στο τέλος της. Ποιος είναι ο ρόλος αυτής της επανάληψης;
Το σχήμα κύκλου που δημιουργείται σε κάθε στροφή, εξυπηρετεί αφενός τη λυρικότητα του ποιήματος καθώς ενισχύει την αίσθηση της μουσικότητας κι αφετέρου συμβάλλει στην εναργέστερη εντύπωση του περιεχομένου στον αναγνώστη μέσω της επανάληψής του. Ειδικότερα, βέβαια, μπορούμε να διακρίνουμε ότι σε κάθε στροφή ο στίχος που επαναλαμβάνεται έχει επιλεγεί ώστε να δίνει έμφαση στο συγκεκριμένο κάθε φορά μήνυμα που θέλει να περάσει η ποιήτρια.
Έτσι, στην πρώτη στροφή ο στίχος «Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ’ αγάπησες», εκφράζει εμφατικά ότι το ποίημα αυτό απευθύνεται αποκλειστικά στον αγαπημένο της ποιήτριας και παράλληλα με την επανάληψή του δημιουργεί την αίσθηση ότι η αγάπη που διακηρύσσεται από την Πολυδούρη έχει όχι μόνο ένταση αλλά και διάρκεια. Παράλληλα, με το στίχο αυτό η ποιήτρια συνδέει άρρηκτα την ποιητική της δημιουργία με το αγαπημένο της πρόσωπο, δηλώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο ότι το μοναδικό κίνητρο για τον ποιητικό της λόγο είναι η αγάπη εκείνου.
Στη δεύτερη στροφή, ο αρχικός στίχος «Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου», δίνει στην αγάπη της για εκείνον και την έκφανση της ερωτικής επαφής, δίνοντας την αίσθηση ότι η σχέση των δύο ερωτευμένων δεν υπήρξε μόνο συναισθηματική αλλά και σαρκική. Το σχήμα κύκλου, επομένως, εδώ δίνει την αίσθηση της ολοκλήρωσης στην ερωτική αυτή σχέση κι εντείνει έτσι τη σημασία του ερωτικού συναισθήματος για την ποιήτρια.
Στην τρίτη στροφή «Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν», η ποιήτρια εστιάζει την προσοχή της στη βασική πηγή επιβεβαίωσης της αγάπης της, δηλαδή στο βλέμμα του αγαπημένου της, στο οποίο μπορούσε να διακρίνει όλη την ειλικρίνεια των συναισθημάτων του. Αν οι πράξεις μπορούν να είναι προσποιητές κι αν τα λόγια μπορεί να είναι ψεύτικα, η ποιήτρια θεωρεί ότι ο τρόπος που ο αγαπημένος της την κοίταζε αποκάλυπτε όλη την αλήθεια της αγάπης του, γι’ αυτό και φροντίζει να δώσει με έμφαση την αδιάψευστη διαβεβαίωση των συναισθημάτων του.
Η τέταρτη στροφή αποτελεί την απόλυτη διακήρυξη της αγάπης της ποιήτριας, καθώς με το στίχο «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα», δηλώνει απερίφραστα την πεποίθησή της ότι ο μόνος λόγος για τον οποίο ήρθε στη ζωή ήταν για να αισθανθεί την αγάπη του. Ο στίχος αυτός περιέχει νοηματικά ένα από τα σημαντικότερα μηνύματα του ποιήματος γι’ αυτό και η ποιήτρια τον επαναλαμβάνει και παρόλο που μπορεί να θεωρηθεί ως στοιχείο υπερβολής, αποδίδει στο ακέραιο τη συναισθηματική κατάσταση της ποιήτριας τη στιγμή της σύνθεσης του ποιήματος, αλλά και τη συναισθηματική ένταση που βιώνει κάθε άνθρωπος που ερωτεύεται και αφήνεται πλήρως στο συναίσθημα αυτό.
Η πέμπτη στροφή του ποιήματος σφραγίζεται από την επανάληψη του στίχου «Μονάχα γιατί τόσο ωραία μ’ αγάπησες», ο οποίος έρχεται ως συμπέρασμα σε όσα ειπώθηκαν από την ποιήτρια σε όλο το υπόλοιπο ποίημα. Μόνο γιατί την αγάπησε τόσο ωραία, αισθάνθηκε τόσο έντονα συναισθήματα για εκείνον και άφησε τα συναισθήματα αυτά να παίξουν καθοριστικό ρόλο σε ολόκληρη τη ζωή της. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η χρήση της λέξης “ωραία” που έρχεται να χαρακτηρίσει τους τρόπους της αγάπης του. Μέσα στη λέξη αυτή η ποιήτρια εντάσσει την τιμιότητα και την ειλικρίνεια της αγάπης του, αλλά και τη δύναμη αυτής της αγάπης που ήρθε και άλλαξε πλήρως τη ζωή της.
Μαρία Πολυδούρη «Μόνο γιατί μ’ αγάπησες»
Πώς λειτουργεί στο ποίημα η επανάληψη της λέξης «μόνο»;
Η Μαρία Πολυδούρη συνθέτει το ποίημά της για να εκφράσει στον αγαπημένο της τη μοναδική αξία που είχε για εκείνη η αγάπη του. Το ποίημα, επομένως, απευθύνεται μόνο σ’ αυτόν και τη μοναδικότητα αυτή επιχειρεί να τονίσει η ποιήτρια με τη συχνή χρήση του επιρρήματος μόνο. Μόνο γιατί μ’ αγάπησες τιτλοφορεί τη σύνθεσή της, καθιστώντας σαφές, από τις πρώτες κιόλας λέξεις που του απευθύνει, ότι όλες οι αλλαγές που επήλθαν στη ζωή της οφείλονταν μοναχά στη δική του αγάπη. Σε αντίθεση με άλλες ποιητικές συνθέσεις που τιμούν εν γένει τον έρωτα και τη λυτρωτική δύναμη της αγάπης, η Πολυδούρη επιθυμεί να τιμήσει αποκλειστικά τη δική του αγάπη και την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή της.
Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου, / μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα, / μόνο γι’ αυτό είμαι ωραία σαν κρίνο ολάνοιχτο / κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα: Το δικό του άγγιγμα και φιλί, η δική του αποδοχή κι ερωτική επιθυμία, είναι που βοήθησαν την ποιήτρια να αισθανθεί και να αναδείξει όλη την ομορφιά της. Μόνο χάρη στη δική του αγάπη η ποιήτρια αφέθηκε στο ερωτικό κάλεσμα και ένιωσε ποθητή και όμορφη, μόνο επειδή εκείνος τη θέλησε άφησε τον έρωτα να αγγίξει την ψυχή της και αισθάνεται ακόμη και τώρα που εκείνος έχει φύγει τη δύναμη του έρωτα να τη συγκλονίζει.
Μόνο γιατί τα μάτια σου με κύτταξαν / με την ψυχή στο βλέμμα, / περήφανα στολίστηκα το υπέρτατο / της ύπαρξής μου στέμμα: Η ειλικρίνεια των συναισθημάτων του κάθε φορά που την κοιτούσε, η αγάπη του που μπορούσε να τη δει ξεκάθαρα στο βλέμμα του, είναι ο μοναδικός λόγος που η ποιήτρια κατόρθωσε να αποδεχτεί και η ίδια πλήρως τον εαυτό της κι ένιωσε την ύπαρξή της να δικαιώνεται. Μπροστά του, και μόνο χάρη στην αγάπη του, η ποιήτρια αισθανόταν μια τέτοια αποδοχή που την ωθούσε στο να αποκαλύπτει και να αποδέχεται και η ίδια απόλυτα τον εαυτό της. Μόνο χάρη στην αγάπη του η ποιήτρια αισθανόταν πως η ύπαρξή της αποκτούσε μια μοναδική αξία, που ποτέ μέχρι τότε δεν είχε και που ποτέ ξανά δε θα αποκτούσε.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα: Η ποιήτρια έχοντας βιώσει την καταλυτική δύναμη του έρωτα, αισθάνεται για πρώτη φορά πως η ζωή της αποκτά νόημα κι αυτό το αποδίδει αποκλειστικά σ’ εκείνον. Είναι τέτοια η ένταση των συναισθημάτων που νιώθει για τον αγαπημένο της, ώστε θεωρεί πως γεννήθηκε μόνο και μόνο για να γνωρίσει και να αγαπήσει εκείνον.
Παρατηρούμε, επομένως, ότι η λέξη μόνο έρχεται για να δώσει με έμφαση τη μοναδικότητα των συναισθημάτων που αισθάνθηκε η ποιήτρια για τον αγαπημένο της και παράλληλα έρχεται να απομακρύνει με απόλυτο τρόπο τη σκέψη ότι υπήρξε ή θα μπορούσε να υπάρξει κάποιος άλλος στη ζωή της που θα της προκαλούσε τόσο συγκλονιστικά συναισθήματα. Η ποιήτρια αγάπησε πραγματικά μόνο εκείνον και κανέναν άλλο κι αυτό επιθυμεί να εκφράσει σ’ αυτό το ποίημα που απευθύνεται στον αγαπημένο της που χάθηκε τόσο νωρίς.
Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι η Πολυδούρη, όταν η σχέση της με τον Καρυωτάκη τελείωσε, αρραβωνιάστηκε για ένα σύντομο διάστημα τον Αριστοτέλη Γεωργίου, οπότε μετά την αυτοκτονία του πραγματικού της έρωτα, θέλησε να διαβεβαιώσει τόσο εκείνον όσο και τους ανθρώπους γύρω της, ότι για εκείνη υπήρξε μόνο μια πραγματική αγάπη στη ζωή της.
Όλα τα ρήματα του ποιήματος βρίσκονται σε χρόνο αόριστο. Ποια είναι η λειτουργία αυτού του χρόνου στο ποίημα;
Η χρήση του αορίστου λειτουργεί ως μια έμμεση υπενθύμιση ότι όλα αυτά τα συναισθήματα αγάπης γεννήθηκαν στο παρελθόν και πως δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να αποτελέσουν παρόν για την ποιήτρια, τουλάχιστον όχι από τη μεριά του αγαπημένου της, καθώς εκείνος έχει πια πεθάνει. Θέτοντας, επομένως, η ποιήτρια τα ρήματα του ποιήματος σε αόριστο χρόνο μας παρουσιάζει με πιο τραγικό τρόπο την ένταση των συναισθημάτων της, μιας και παρόλο που εκείνη συνεχίζει να βιώνει τον αντίκτυπο της αγάπης αυτής, στην πραγματικότητα δε ζει παρά μια κατάσταση που ανήκει πλέον στο παρελθόν. Ο αγαπημένος της έχει πεθάνει κι επομένως κάθε τι που μας αναφέρει η ποιήτρια είναι παρμένο από το παρελθόν, είναι δηλαδή η αναπαράσταση των αναμνήσεών της, αλλά από την άλλη η ποιήτρια αισθάνεται συγκλονισμένη από τα συναισθήματά αυτά, που την ωθούν άλλωστε να τραγουδήσει για τον αγαπημένο της, υποδηλώνοντας έτσι με κατηγορηματικό τρόπο πως η σχέση αυτή συνεχίζεται και στο παρόν. Δε συνεχίζεται βέβαια ως μια σχέση άμεσης αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους δύο ερωτευμένους, αλλά λειτουργεί ως μια πηγή αλλαγής για την ποιήτρια, η οποία ακόμη γίνεται αποδέκτης της καταλυτικής επίδρασης που έχει σ’ αυτήν η γνωριμία με τον αγαπημένο της.
Η αναφορά επομένως γεγονότων του παρελθόντος σ’ ένα ποίημα που γιορτάζει την εκ βάθρων αλλαγή που έχει επέλθει στη ζωή της ποιήτριας, μας τοποθετεί σε δύο παράλληλα χρονικά επίπεδα, όπου στο ένα παρακολουθούμε όσα έγιναν κάποτε και στο άλλο, μαζί με την ποιήτρια, βιώνουμε την ακατάλυτη δύναμη της αγάπης που μπορεί ανεξάρτητα από το χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει να προκαλεί σαρωτικές αλλαγές στην ύπαρξη του αποδέκτη της. Η ποιήτρια δηλώνει πως έχει ένα ρίγος στην ψυχή της ακόμη και πως έτσι γλυκά πεθαίνει, χάρη στην αγάπη που γνώρισε από εκείνον. Κι ενώ κάθε τι στο ποίημα μας παραπέμπει στο παρελθόν, η ποιήτρια μας παρουσιάζει όλα όσα αισθάνεται, ως έντονα και ζωντανά συναισθήματα του παρόντος, που την επηρεάζουν άμεσα και την οδηγούν με χαρά ακόμη και στον ίδιο της το θάνατο.
Στα ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη είναι διάχυτο το αίσθημα της μελαγχολίας. Ποια είναι, σύμφωνα με το συγκεκριμένο ποίημα, η αιτία της θλίψης της ποιήτριας;
Η ποίηση της Μαρίας Πολυδούρη διακρίνεται για τους μελαγχολικούς της τόνους καθώς η ζωή της ποιήτριας κλονίζεται τόσο από την απώλεια του αγαπημένου της, όσο και από την ασθένειά της που την οδηγεί και στο δικό της τέλος. Ο νέος που με την αγάπη του είχε κατορθώσει να προσφέρει στην ποιήτρια αισθήματα ευτυχίας αλλά κι ένα σημαντικό κίνητρο για την ποιητική της δημιουργία, έχει πλέον χαθεί κι αυτό την οδηγεί σε συναισθήματα θλίψης και απελπισίας. Η ποιήτρια, όπως μας το δηλώνει στους στίχους της, τραγουδά, δημιουργεί δηλαδή την ποίησή της, μόνο για την αγάπη του νέου άντρα. Μόνο η δική του παρουσία στη ζωή της είχε καταφέρει να της δώσει ένα αίσθημα πληρότητας και είχε δικαιώσει την ύπαρξή της, αλλά τώρα που εκείνος δεν υπάρχει πια, η ποιήτρια αναγκαστικά επιστρέφει στην άχαρη ζωή της, όπου δεν βρίσκεται τίποτε που θα μπορούσε να της προσφέρει εκ νέου τη θέληση να ζήσει αλλά και να δημιουργήσει.
Η ποιήτρια μέχρι να εμφανιστεί ο αγαπημένος της βρισκόταν σε μια ζωή χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, χωρίς χαρά και χωρίς κάτι να της προσφέρει το κίνητρο που απαιτείται για να μπορούν οι άνθρωποι να ξεπερνούν τις καθημερινές του δυσκολίες. Η παρουσία επομένως του νέου υπήρξε καταλυτική για τη συναισθηματική ολοκλήρωση της ποιήτριας, για τη δραστηριοποίησή της, καθώς και για την αποτίναξη όλων αυτών των αρνητικών συναισθημάτων που την κρατούσαν για καιρό δέσμιά τους. Είναι, επομένως, λογικό για την ποιήτρια να αισθάνεται πλέον ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να χαίρεται τη ζωή, εφόσον η ζωή χωρίς εκείνον δεν έχει πια τον πλούτο των χρωμάτων που μόνο μαζί του κατόρθωσε να γνωρίσει.
Επιπλέον, η απώλεια του αγαπημένου, με την ένταση του πόνου που τη συνόδεψε, έχει κλονίσει την υγεία της ποιήτριας κι έχει επισπεύσει έτσι και το δικό της τέλος. Η ποιήτρια γνωρίζει ότι δεν έχει πολύ καιρό να ζήσει, κι αυτό την έχει φέρει βέβαια σε μια συμφιλίωση με το θάνατο, «κι έτσι γλυκά πεθαίνω», αλλά παράλληλα της έχει στερήσει το δικαίωμα να κάνει όνειρα για μια ζωή χωρίς εκείνον, για μια ζωή χωρίς το μεγάλο της έρωτα, αλλά με την ελπίδα ότι θα μπορούσε ίσως να γνωρίσει ξανά τον έρωτα στο πρόσωπο κάποιου άλλου. Η ποιήτρια έχει έρθει αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι η μόνη ευκαιρία που είχε στο να γνωρίσει και να βιώσει την αγάπη ήρθε και παρήλθε με τον αγαπημένο της. Ό,τι έζησε μαζί του ήταν και η μοναδική επαφή της με τον πραγματικό έρωτα και τώρα δεν έχει παρά να περιμένει και το δικό της χαμό, γεγονός που επισφραγίζει με τον πιο απόλυτο τρόπο το συναίσθημα μελαγχολίας που τη χαρακτηρίζει.
http://latistor.blogspot.gr/
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου