Ενδεικτικές
πληροφορίες για το συγγραφέα
-
Ο Θανάσης Βαλτινός, ένας από τους κορυφαίους και πιο ενδιαφέροντες
Έλληνες συγγραφείς και τιμημένος με διακρίσεις, γεννήθηκε στο χωριό Καράτουλα
της Κυνουρίας το 1932 και φοίτησε κατά σειρά στα Γυμνάσια Σπάρτης, Γυθείου και
Τρίπολης. Το 1950 πήγε στην Αθήνα, όπου ζει έως σήμερα. Σπούδασε κινηματογράφο και
μετά το 1974 έζησε κατά διαστήματα στην Αγγλία, στο Δυτικό Βερολίνο και στις
ΗΠΑ, καλεσμένος από πανεπιστήμια ή άλλα πνευματικά ιδρύματα. Είναι μέλος της
Ευρωπαϊκής Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών, της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών
Συγγραφέων καθώς και της Εταιρείας Συγγραφέων. Διετέλεσε γενικός Διευθυντής του
2ου καναλιού της Εθνικής Τηλεόρασης την περίοδο 1989-1990.
-
Έργα. Η κάθοδος των εννιά (1963), ένα από τα κλασικά
πεζογραφήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας - Συναξάρι Αντρέα
Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο, Αμερική (1972) — Τρία ελληνικά μονόπρακτα, μυθιστόρημα
(1978) — Εθισμός στη νικοτίνη — Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο — Στοιχεία για τη
δεκαετία τον '60, μυθιστόρημα — Θα βρείτε τα οστά μου υπό βροχήν, διηγήματα
- Φτερά Μπεκάτσας -Ορθοκωστά, μυθιστόρημα — Συναξάρι Αντρέα
Κορδοπάτη, Βιβλίο δεύτερο, Βαλκανικοί - '22 (2000) κ.ά. Ο Βαλτινός έγραψε
σενάρια για κινηματογραφικά έργα και μετάφρασε αρχαίες τραγωδίες, που παίχτηκαν
στην Επίδαυρο.
. Η ξενιτιά
γενικά
-
Η αποδημία, δηλαδή η απομάκρυνση κάποιων ανθρώπων από τον τόπο στον οποίο
γεννήθηκαν και μεγάλωσαν και η μόνιμη ή για μεγάλο χρονικό διάστημα εγκατάσταση
τους σε ξένο τόπο, οφείλεται σε κάποιες συνθήκες ιστορικές, πολιτικές ή
κοινωνικές. Ο κυριότερος όμως λόγος
που αναγκάζει τους ανθρώπους να ξενιτεύονται είναι οι δύσκολες οικονομικές συνθήκες της πατρίδας τους και
γι' αυτό φεύγουν για τη βελτίωση των οικονομικών τους και για καλύτερες
συνθήκες ζωής. Αυτοί είναι οι
οικονομικοί μετανάστες. Πέρα από αυτούς υπάρχουν και εκείνοι που
εκπατρίζονται, που εκδιώκονται ή φεύγουν από την πατρίδα τους για λόγους
πολιτικούς, και κυρίως οι πρόσφυγες, δηλαδή οι πληθυσμοί που αναγκάζονται για
λόγους δικούς τους ή εξαναγκάζονται από κάποιο φορέα εξουσίας να εγκαταλείψουν
την πατρίδα τους ή τον τόπο της μόνιμης κατοικίας τους και να καταφύγουν σε μια
ξένη χώρα ή στη χώρα της εθνικής τους προέλευσης (όπως, για παράδειγμα, οι
Έλληνες πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα από τη Μ. Ασία το 1922 ή οι
νεοπρόσφυγες Έλληνες Πόντιοι που ήρθαν τελευταία στην Ελλάδα από χώρες της
πρώην Σοβιετικής Ένωσης).
-
Οι συνθήκες ζωής των μεταναστών και των
προσφύγων είναι ιδιαίτερα δύσκολες, επειδή αυτοί βρίσκονται μακριά από τα
σπίτια τους και από τα υπάρχοντα τους (ή τα έχουν χάσει) και προσπαθούν με
πολλές δυσκολίες να βρουν εργασία και να ριζώσουν σε ξένον τόπο ξεκινώντας από
την αρχή, καθώς μάλιστα ζουν μέσα σε μια ξένη κοινωνία, της οποίας τα μέλη τους
βλέπουν ενδεχομένως με αντιπάθεια, με καχυποψία, ακόμα και με εχθρικές
διαθέσεις, σαν εισβολείς στο δικό τους τόπο, και προσπαθούν να τους κρατάνε
πολλές φορές αποκομμένους από το κοινωνικό σύνολο. Κοντά λοιπόν στις πρακτικές
δυσκολίες υπάρχει για τους μετανάστες και τους πρόσφυγες το αίσθημα της
μοναξιάς, του κοινωνικού αποκλεισμού και της περιφρόνησης, ενώ παραμένει πάντα
η ζωηρή νοσταλγία για τη πατρίδα τους. Παρ' όλα αυτά οι μετανάστες πετυχαίνουν
τη βελτίωση των συνθηκών της ζωής τους και, ακόμα, διευρύνουν τους ορίζοντες
της ζωής τους με την απόκτηση νέων εμπειριών, με την αλλαγή του τρόπου
της ζωής τους, με την αλλαγή προς το καλύτερο του τρόπου της σκέψης και
της συμπεριφοράς τους.
Η ξενιτιά και
οι Έλληνες:Το πρόβλημα της αποδημίας και ο καημός της ξενιτιάς
εμφανίζεται συχνά στον ελληνικό χώρο όχι μόνο την εποχή του συγγραφέα, καθώς
ανάγεται σε πολύ παλαιότερες εποχές, ενώ το μεταναστευτικό ρεύμα συνεχίστηκε
και στις αρχές του 20ού αιώνα (προς Β. Αμερική Αυστραλία, Γερμανία και Βέλγιο).
Το φαινόμενο έχει τις ρίζες του σε πολλούς λόγους, ο κυριότερος από τους
οποίους είναι η κακή οικονομική κατάσταση πολλών περιοχών της χώρας λόγω των
άγονων εδαφών τους, η τάση του ανθρώπου να βελτιώσει τη ζωή του κτλ. Έτσι, αφού
η ξενιτιά είναι ένας καημός που βασανίζει και τους ξενιτεμένους και τους δικούς
τους στην πατρίδα, ο λαός έχει τραγουδήσει τους καημούς και τα βάσανα της
ξενιτιάς και υπάρχουν πολλά δημοτικά τραγούδια που έχουν σχετικά θέματα: τον
πόνο του χωρισμού, τον καημό των αγαπημένων που ζουν χωριστά, το γυρισμό του
ξενιτεμένου κτλ.
Τρόποι
μετανάστευσης: « Για τον τρόπο µετανάστευσης στα περισσότερα κείµενα δε
γίνεται λόγος.. Στο κείµενο [...] φαίνεται πως ήταν δύσκολο να µεταναστεύσει
κάποιος από την Ελλάδα, αφού έπρεπε να είναι απόλυτα υγιής για να πάρει άδεια,
αλλά όταν τελικά έφευγε γινόταν µε νόµιµο τρόπο.» (Μαρία Θωµαΐδου, Η έννοια του
ξένου στα Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυµνασίου, ∆ιπλωµατική
εργασία Επιβλέπων καθηγητής: Λεωνίδας
Σωτηρόπουλος)
Οι ξένοι στη
σημερινή Ελλάδα
Ωστόσο στη
σημερινή Ελλάδα εδώ και 10-15 χρόνια οι όροι έχουν αντιστραφεί και, αντί να ξενιτεύονται
οι Έλληνες, έχει κατακλυστεί η χώρα μας από οικονομικούς μετανάστες άλλων,
φτωχών χωρών και από πρόσφυγες. Είναι βέβαιο ότι αυτοί οι άνθρωποι νιώθουν
ανάμεσα μας όπως νιώθουν πάντα οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Και ο καιρός θα
δείξει αν εμείς ως λαός χώρας υποδοχής προσφύγων και μεταναστών θα
συμπεριφερθούμε σ' αυτούς με τρόπο ταπεινωτικά ρατσιστικό ή με κατανόηση και
ανθρωπιά. Πρέπει όμως να συμπληρώσουμε ότι απο το 2010 και μετά, λόγω της
μεγάλης οικονομικής κρίσης που μαστίζει τη χωρα μας, αρχίζει και διαμορφώνεται
μεταναστευτικό ρεύμα προς το εξωτερικό, από Ελληνες νέους που ψάχνουν για ένα
καλύτερο μέλλον!
Θεματικά κέντρα
♦ Η
μετανάστευση ως κοινωνικό φαινόμενο (αίτια και μορφές της).
♦ Η μετανάστευση και οι επιπτώσεις της στη νοοτροπία των ανθρώπων.
♦ Μετανάστευση και περιπέτεια: άνοιγμα νέων οριζόντων, απόκτηση
εμπειριών, αλλαγές στον τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς.
Το «συναξάρι»
• Συναξάρι ονομάζεται η διήγηση που
αναφέρεται στο βίο και στο μαρτύριο κάποιου αγίου ή μάρτυρα του χριστιανισμού ή
στην ασκητική ζωή των οσίων και των ασκητών ή και σε άλλα θέματα σχετικά με την
εκκλησιαστική ζωή* έτσι λέγεται και το βιβλίο που περιέχει μια τέτοια διήγηση.
Η διήγηση αυτή πήρε το όνομα «συναξάρι», επειδή διαβαζόταν σε συγκεντρώσεις (σε
«συνάξεις») μοναχών.
—
Και ο συγγραφέας δίνει αυτόν το χαρακτηρισμό {Συναξάρι) στην αφήγηση του
ήρωα του, επειδή οι περιπέτειες και οι δυσκολίες της ζωής του Αντρέα Κορδοπάτη
είναι σαν τα μαρτύρια των αγίων και σαν τη στερημένη ζωή των ασκητών — είναι
και ο ίδιος ένας μάρτυρας. Μάλιστα οι περιπέτειες και οι οδυνηρές δυσκολίες
έχουν αρχίσει για τον ήρωα ενώ βρίσκεται ακόμη στις τυπικές διαδικασίες και
πριν φύγει για την ξενιτιά. «είναι τοπίο χέρσο , μα ανθρώπινο, «ασκητικό», όπως αυτές ακριβώς οι
μορφές αγίων , που ο αγιογράφος απέδωσε για
την αιωνιότητα. « (Michel Grodent, Το Συναξάρι
του Θανάση Βαλτινού)
Εισαγωγή
Το «Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική», πρωτοδημοσιεύτηκε σε
συνέχειες στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» το
1964. Ως βιβλίο κυκλοφόρησε για πρώτη
φορά το 1972 από τον εκδοτικό οίκο «
Κέδρος». Από τότε, γνώρισε πολλές εκδόσεις.
Με αυτό αρχίζει στο λογοτεχνικό έργο του Θ. Βαλτινού η αφήγηση της
δραματικής πορείας του Ελληνισμού στον 20ο αι. Αφετηρία της εδώ
είναι η πάνδημη σχεδόν μετοικεσία στις αρχές του αιώνα αυτού, φαινόμενο που
έτσι κι αλλιώς έχει διάρκεια για τον Ελληνισμό μέσα στο χρόνο. Η συνέχεια της πορείας
αυτής θα αποτυπωθεί στα βιβλία του που ακολουθούν και στα οποία πρωταγωνιστούν ως
σκηνικό η Μικρασιατική καταστροφή , η Κατοχή, ο Εμφύλιος, οι επόμενες δεκαετίες. Όπως και στην « Κάθοδο των
εννιά», έργο που προηγήθηκε, έτσι και στο
« Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, Βιβλίο πρώτο: Αμερική» ο συγγραφέας λειτουργεί αφαιρετικά,
χρησιμοποιεί το μέρος για να μιλήσει για το όλο. Παρουσιάζει την ατομική περιπέτεια
για να αποδοθεί αυτή του συνόλου , μέσα στο
οποίο εντάσσεται ο λογοτεχνικός ήρωας.
Έτσι, θα γράψει οΑλ. Κοτζιάς το 1972,
χρονιά που εκδόθηκε το « Συναξάρι...»: «Eκείνο
που χαρίζει διαστάσεις και λειτουργικότητα σ’ αυτό το επιφανειακά απλούστατο αφήγημα
είναι το αριστοτεχνικό ύφος του, το στενά δεμένο με τις γνήσιες νεοελληνικές ρίζες.
Έτσι, ενώ παρακολουθούμε τις τυπικές περιπέτειες ενός θεόφτωχου Πελοποννήσιου λαθρομετανάστη
στην Aμερική στις αρχές του αιώνα βλέπουμε χάρη στα λεγόμενα αλλά και τα παραλειπόμενα
να φωτίζουνται ουσιαστικά σημαντικές πλευρές της εθνικής φυσιογνωμίας μας.
Aποφλοιώνοντας το είδωλο που μας προσφέρει ο συγγραφέας
διακρίνουμε βασικές δομές της νεοελληνικής
κοινωνίας , που έδιωξε και διώχνει από τα
σπλάχνα της στρατιές ολόκληρες από άκληρους, και παράλληλα αντιλαμβανόμαστε την
ψυχοσύνθεση, το πνευματικό επίπεδο, την όλη
ποιότητα και κατάσταση των ανθρώπων εκείνων που πήραν και παίρνουν των ομματιών τους αναζητώντας στην ξενιτιά ό,τι τους αρνήθηκε η πατρίδα, την επιβίωση.»
Ο Θανάσης Βαλτινός σκιαγραφεί στο συγκεκριμένο
έργο ως εξής τους ήρωές του και τη στάση τους απέναντι στη μετανάστευση : είναι εκείνοι που βασανίζονται από την επιθυμία
να γνωρίσουν αυτό που δεν υπάρχει και δεν πρόκειται ποτέ να υπάρξει γι’ αυτό και
γίνονται τολμητίες της υπέρβασης.
Αποστασιοποιούνται από το μίζερο παρόν
της πατρίδας και με το βλέμμα στραμμένο στην επιτυχία, αγωνιούν για την άφιξη στη
Γη της Επαγγελίας.
Περιληπτική αναδιήγηση: Το κέιμενο ανήκει στη δεύτερη ενότητα του έργου. Αυτή ξεκινά
με την απόφαση και την πρώτη απόπειρα του ήρωα να μεταναστεύσει και ο ίδιος στις
15 Μαρτίου του 1903. Αρχίζει με τη λακωνική φράση « Το ’903 αποφάσισα κι εγώ να ξενιτευτώ» και χωρίς περιττές εξηγήσεις γιατί πήρε μια τέτοια
απόφαση. Η πρώτη του αυτή απόπειρα θα τον φέρει μέχρι τον Πειραιά, όπου οι γιατροί θα διαγνώσουν ότι πάσχει από τράχωμα,
μολυσματική ασθένεια των ματιών , που τον
καθιστά ακατάλληλο και ανεπιθύμητο εργάτη για την υπερπόντια « Γη της Επαγγελίας».
Θα επιστρέψει στο χωριό του γνωρίζοντας στο
ταξίδι της επιστροφής έναν απόδημο, που γύρισε
για να επισκεφτεί τους γονείς του . Οι πληροφορίες
που θα πάρει απ’ αυτόν για τη ζωή στην Αμερική θα επιβεβαιώσουν την ορθή επιλογή
του. Ο διάλογος μεταξύ τους είναι ενδεικτικός: «Πώς περνάγατε στηνΑμερική;
Πολύ καλά, ό,τι θέλαμε τρώγαμε. Φτηνά πράματα, ρούχα, παπούτσια.
Το μεροκάματο;
Άλλος δύο δολλάρια, άλλος ένα κι εβδομηνταπέντε, άλλος ενάμισι.
Δουλειές πολλές;
Πολλές. Γραμμές, μίνες για τον χρυσό, για κάρβουνο και άλλες»
Μεταξύ
τους αναπτύσσεται μία φιλική σχέση και ο ήρωάς μας θα καθυστερήσει για λίγο την
επιστροφή του στο χωριό. Στο τέλος αποχωρίζονται και ο ήρωας επιστρέψει στην
πατρίδα του με δυσκολία καθώς το συγκοινωνιακό
δίκτυο βρίσκεται σε άθλια κατάσταση.
Ο τίτλος Η καλή μέρα...
—
Το απόσπασμα έχει τίτλο τη γνωστή
παροιμία Η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, η οποία σημαίνει ότι η αρχή
κάποιας ενέργειας, δραστηριότητας, πορείας ενός έργου, κατάστασης κτλ. δίνει
δείγματα για την καλή έκβαση της. Ωστόσο η παροιμία χρησιμοποιείται κυρίως ειρωνικά, όπως εδώ, για να δηλώσει τα
δείγματα για την κακή έκβαση και για τις δυσκολίες που μας περιμένουν στην
πορεία μας. Επομένως ο τίτλος του αποσπάσματος σημαίνει ότι οι δυσκολίες και οι
ταλαιπωρίες που περιμένουν στην ξενιτιά αυτόν που θα μεταναστεύσει έχουν
αρχίσει από τώρα, με τις απαραίτητες διαδικασίες για την αναχώρηση και πριν
ακόμη φτάσει στον προορισμό του. Στο κείμενο τονίζεται ιδιαίτερα η δυσκολία που
χαρακτηρίζει τις νόμιμες διαδικασίες που απαιτούνται προκειμένου να ταξιδέψει
κάποιος ως μετανάστης. Με αυτόν τον τρόπο δίνεται ακόμη πιο ρεαλιστικά η εικόνα
του ανθρώπου που εγκαταλείπει την πατρίδα του για ένα καλύτερο μέλλον.Να
σημειώσουμε επίσης ότι ο ήρωας είναι ήδη ένας ταλαιπωρημένος άνθρωπος που λόγω
της φτώχειας αναγκάζεται να ξενιτευτεί , άρα οι δυσκολίες στη ζωή του είναι
διαρκώς παρούσες. «Η φτώχεια είναι ο βασικός παράγοντας που ωθεί στη
µετανάστευση. Στο κείµενο του Θανάση Βαλτινού, Η καλή µέρα από το πρωί φαίνεται,
ο ήρωας, ένας Έλληνας των αρχών του 20ου αιώνα, αποφασίζει να ξενιτευτεί στην
Αµερική: «Εδώ µεγάλη φτώχεια. Ο κόσµος κιντυνεύει, σήκωσε φτερό για έξω». (Μαρία
Θωµαΐδου, Η έννοια του ξένου στα Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυµνασίου,
∆ιπλωµατική εργασία Επιβλέπων καθηγητής:
Λεωνίδας Σωτηρόπουλος ) Και οι κόποι δεν θα λείψουν ούτε στη χώρα της
πολυπόθητης ευμάρειας «Οι µετανάστες εργάζονται σε δουλειές χειρωνακτικές και
κοινωνικά «κατώτερες». «-∆ουλειές πολλές; - Πολλές. Γραµµές, µίνες για το
χρυσό, το κάρβουνο και άλλες» (Μαρία
Θωµαΐδου, Η έννοια του ξένου στα Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυµνασίου,
∆ιπλωµατική εργασία Επιβλέπων καθηγητής:
Λεωνίδας Σωτηρόπουλος )
Λίγα
λόγια για τον ήρωα από τον ίδιο το συγγραφέα: « Μ. Π.: Αν όχι ο υπαρκτός,
ποιος είναι ο αληθινός Κορδοπάτης;
Θ. Β.: Είναι όλοι εκείνοι που προσπάθησαν
να δραπετεύσουν από τη νεοελληνική ένδεια. Υπέστησαν τα πάντα : ταπεινώσεις, κακουχίες. Τα κατάφεραν ωστόσο. Αυτούς καλύπτει το μοντέλο
Κορδοπάτης.» ( Από συνέντευξη στη Μαίρη Παπαγιαννίδου, εφημερίδα « Το Βήμα» ,
16/7/2000.)
Χαρακτηρισμός
του ήρωα: Ο Αντρέας Κορδοπάτης, ο
ήρωας του βιβλίου είναι ένας αντεστραμμένος Οδυσσέας. Η δική του περιπλάνηση
δεν έχει στόχο την επιστροφή στην πατρίδα αλλά αντίθετα την απομάκρυνσή του απ’
αυτή και τη μετάβασή του σ’ έναν υπερπόντιο παράδεισο. Η περιπέτειά του, δεν είναι το έπος ενός
ήρωα, αλλά το συναξάρι ενός αντιήρωα που
αντιμάχεται με καρτερία κάθε εμπόδιο,
προσηλωμένος στο όραμα της άφιξης στην Αμερική. Είναι ο άνθρωπος που πολεμά ενάντια στην
ακύρωσή της με κάθε δυνατό τρόπο.
Πάντως, μέσα από την αφήγηση παρακολουθούμε την
ιστορία ενός ανθρώπου που πανομοιότυπη σχεδόν την έζησαν χιλιάδες άλλοι. Έτσι, ο
Αντρέας Κορδοπάτης καταλήγει να γίνει τελικά η φωνή μιας ολόκληρης γενιάς, των Ελλήνων μεταναστών που ακολούθησαν το δρόμο
του θεληματικού εκπατρισμού στην αυγή του 20ου αι. Ο συγγραφέας δεν περιγράφει το χαρακτήρα του ήρωά
του ούτε τον ενδιαφέρει να δώσει γι αυτόν μια ολοκληρωμένη εικόνα. Μέσα από την αφήγησή του, αφήνει μόνο να σκιαγραφηθούν εκείνα τα χαρακτηριστικά
που τον βοηθούν να αντέξει τα βάσανα και να
επιβιώσει.
Ο ήρωας του έργου ανάγεται τελικά , σε «άγιο» των ανώνυμων μαρτύρων της καθημερινότητας,
όλων εκείνων που εναγώνια παλεύουν να επιβιώσουν μεταναστεύοντας. Είναι ένας άλλος Κάσπαρ Χάουζερ (Δ. Χατζής, Το
Διπλό Βιβλίο) που βιώνει το κοινωνικό δράμα του μετανάστη.
Στο απόσπασμα του σχολικού βιβλίου, παρουσιάζεται ευθύς, υπομονετικός,
διαθέτει πείσμα αφού δεν πτοείται από τις δυσκολίες, υπομένει καρτερικά τα
βάσανά του , ενώ η ευστροφία του αλλά ταυτόχρονα και η δυσπιστία του
αποδεικνύονται όταν συμβουλεύει το φίλο του να μην αφήσει τις βαλίτσες του στον
κουμπάρο του γιατί ίσως αυτός να τον εξαπατήσει.
Γλωσσικές και υφολογικές παρατηρήσεις
-
Η γλώσσα του κειμένου είναι λιτή, με λέξεις και φράσεις του καθημερινού λόγου
(μερικές από αυτές είναι ιδιωματικές ή ανήκουν σε ειδικό λεξιλόγιο: πάντα
την πάντα, σήκωσε φτερό, μπενετάδες, να καλντίζει, στίμη, ροβολάγαμε, ρέλες
κ.ά.). Κυριαρχούν τα ρήματα και τα
ουσιαστικά, ενισχύοντας την απλότητα στο λόγο του. (Αλ. Κοτζιάς,
«Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη» αφήγημα, Θανάση Βαλτινού: «Εκείνο που χαρίζει διαστάσεις και λειτουργικότητα ζωντανού οργανισμού
σ’ αυτό το αφήγημα είναι κατά βάση η γραφή του. Γραφή στο έπακρο λιτή, γυμνή, μικροπερίοδη
που σκοπεύει ευθύβολα το αντικείμενο, σπάνια
προσφεύγοντας στο επίθετο και το επίρρημα, με αποτέλεσμα να αναδείχνεται με την ανυπέρβλητη
δύναμή του το ουσιαστικό και το ρήμα, και να δημιουργείται μια αίσθηση άμεσης επαφής
με τον κόσμο»)
Ο λόγος αυτός, συνεπώς, έχει έντονο
το στοιχείο της προφορικότητας:
απλός και λαϊκός, χωρίς «λογοτεχνικά» στολίδια, μικροπερίοδος και παρατακτικός,
με στοιχεία ιδιωματικά και ξενικά, είναι ανάλογος με την καταγωγή του ήρωα, το
μορφωτικό του επίπεδο ,την κοινωνική προέλευση και με τη διαδρομή της ζωής του.
Ο Θ. Βαλτινός έχει την ικανότητα να μιμείται τη γλώσσα, το ύφος και το ήθος των
ηρώων του, δίνοντας την εντύπωση ότι μιλούν εκείνοι, ασχέτως αν πίσω από αυτούς
κρύβεται ο ίδιος.Το ύφος του κειμένου είναι
εξομολογητικό. Η επιλογή της πρωτοπρόσωπης μαρτυρίας, καθόρισε και το είδος της γλώσσας που χρησιμοποιεί
ο συγγραφέας. Υιοθετεί το λακωνικό ύφος ενός
απλοϊκού, αγράμματου χωρικού , αναπαριστώντας την προφορική λαλιά της ελληνικής
αγροτιάς και των μεταναστών της στις αρχές του αιώνα. Ο λόγος στερείται συναισθηματισμού,
έχει κυρίως πληροφοριακό χαρακτήρα ακόμα κι εκεί που λογικά υπάρχει συγκινησιακή
φόρτιση: «Σηκώθηκα μιαν αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή, πήρα
οχτακόσιες δραχμές, και αξημέρωτα πέρναγα το Νούδιμο του Oρχομενού. Αποκεί
έπεσα στον κάμπο της Μηλιάς. Τότε ακόμα ο δρόμος Λεβίδι-Τρίπολη δεν ήταν
φτιαγμένος, πηγαίναμε από Κακούρι μεριά.» ( περιγράφει τη στιγμή που
αποχωρίζεται τον τόπο του χωρίς καμμιά αναφορά στα συναισθήματά του). «...με το πυκνό ρεαλιστικό ύφος και μια καλά κρυμμένη συγκίνηση
που δεν χρειάζεται την ωραιολογία για να εκφραστεί,...» (Χατζηαντωνίου Κώστας,
Τα προσωπεία της μνήμης. Στοιχεία για το έργο του Θανάση Βαλτινού).
Αφηγηματικά στοιχεία
-
Ο αφηγητής είναι δραματοποιημένος και αφηγείται σε α γραμματικό
πρόσωπο την ιστορία στην οποία είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής (ομοδιηγητικός με
εσωτερική εστίαση), σαν να γράφει με ημερολογιακό τρόπο την αυτοβιογραφία του
σε εξομολογητικό τόνο, συνεπώς πρόκειται για βιωματική εξιστόρηση.
Προβάλλεται,λοιπόν, η ψυχοσύνθεση, το πνευματικό επίπεδο, και η κοινωνική
θέση-κατάσταση των ανθρώπων που αναζήτησαν μια καλύτερη ζωή, αφήνοντας την
πατρίδα τους. Επιπλέον η πρωτοπρόσωπη αφήγηση προσδίδει αλήθεια και
αντικειμενικότητα στα γεγονότα: «Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση οδηγεί στην
αριστοτελική αληθοφάνεια και ο αναγνώστης δεν έχει περιθώρια αμφισβήτησης των
εξιστορούμενων παθών.» Η αφήγηση είναι
χρονολογική («γραμμική»: τα γεγονότα αναφέρονται με τη σειρά με την οποία
διαδραματίστηκαν), ενώ σε ένα σημείο υπάρχει μια αναδρομική αφήγηση, εκείνη με
τον Ιωάννη Τσέκο. Ακόμα, ως προς τη διάρκεια του χρόνου, παρατηρείται σε ένα
σημείο του κειμένου «σύνοψη» της αφήγησης: τα γεγονότα ενός χρόνου συνοψίζονται
στην αφήγηση σε 2-3 αράδες (στις τελευταίες του αποσπάσματος). Τα συμβάντα
ξεδιπλώνονται χωρίς συναισθηματικά στοιχεία, χωρίς υπερβολές και στοιχεία
εντυπωσιασμού.
Ο ακριβής χρόνος των
γεγονότων προσδιορίζεται στην αρχή με τη σαφή δήλωση του έτους: Στα
903 και στη συνέχεια με τη φράση της δεύτερης αράδας του κειμένου μιαν
αυγή, στις δεκαπέντε Μαρτίου, ημέρα Παρασκευή (15/3/1903). Αναδρομική αφήγηση με γραμμική πορεία
εκτός από το σημείο που κάνει αναδρομή σε παλαιότερη εποχή (τραυματισμός του
Τσέκου). Χρονικές στάσεις με τιςσκηνές των διαλόγων. Διάρκεια ταξιδιού: 5
μέρες.
Τόπος: Το ταξίδι από το χωριό Δάρα ως τον Πειραιά, το
ξενοδοχείο.Ο χώρος των
γεγονότων δίνεται με λεπτομερειακές αναφορές των σταθμών του αφηγητή κατά τη
μετάβαση του στον Πειραιά και την επιστροφή του και εκτείνεται από το χωριό του
ήρωα ως τον Πειραιά.
Αφηγηματικοί τρόποι:
Λιτές περιγραφές και λιτοί διάλογοι.
Οι αφηγηματικές αυτές τεχνικές εξυπηρετούν το σκοπό του συγγραφέα που είναι: η
αντικειμενικότητα, η αντιηρωική στάση του
και οι ενστικτώδεις κινήσεις του για να επιβιώσει.
Η ΣΥΝΟΛΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ: «Κι εδώ πρέπει να υπογραμμιστεί τούτο: όπως το προσωπικό ύφος του κ. Θ.
Βαλτινού. Χωνεύεται μέσα στο τόσο αποκαλυπτικό
ύφος του λαού του, έτσι και η λαμπρή εξιστόρηση
μιας βιοτικής περιπέτειας έστω και τυπικής για αναρίθμητους νεοέλληνες μετανάστες,
συνυφαίνεται με συνολικά μεγέθη και φωτίζει εν μέρει σημαντικές πλευρές από τη φυσιογνωμία
ενός ολόκληρου λαού–από τη φυσιογνωμία μας. Είναι αυτό το σπουδαιότερο επίτευγμα
του συγγραφέα.»
Μαρία Θωµαΐδου, Η έννοια του ξένου στα Κείµενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Γυµνασίου, ∆ιπλωµατική
εργασία Επιβλέπων καθηγητής: Λεωνίδας
Σωτηρόπουλος
http://www.scribd.com/doc/111016315/%CE%98-%CE%92%CE%91%CE%9B%CE%A4%CE%99%CE%9D%CE%9F%CE%A3-%CE%97-%CE%9A%CE%91%CE%9B%CE%97-%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%91-%CE%91%CE%A0-%CE%A4%CE%9F-%CE%A0%CE%A1%CE%A9%CE%99-%CE%A6%CE%91%CE%99%CE%9D%CE%95%CE%A4%CE%91%CE%99
και κάτι δικά μου...
Πρόσθετο υλικό: http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=323532
ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΚΕΙΜΕΝΑ: για τη ζωή των μεταναστών μακριά από τον
τόπο τους :Δ. Χατζής « Ο Κάσπαρ Χάουζερ στηνέρημη χώρα», Μαρούλα Κλιάφα «Ο
δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς».
Οι μετανάστες στην Ελλάδα: Κατερίνα Σχινά,
ΛΟΓΟΥ ΧΑΡΙΝ,
∆ιασχίζοντας
σύνορα, Ελευθεροτυπία,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 09/06/2006
Για την επιστροφή του μετανάστη
στην πατρίδα του: Δ. Χατζής: «Η τελευταία αρκούδα του Πίνδου.»και
ένα παιχνίδι για να
μάθεις πώς ζουν οι πρόσφυγες: http://www.taxidifygis.org.cy/
(Το βρήκα στην ιστοσελίδα «Ας μιλήσουμε φιλολογικά... )
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου