Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ



ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
Δράμα: Είναι η μίμηση δρωμένων μπροστά στα μάτια των θεατών (<από το ρήμα δράω = πράττω).

Προέλευση:
Το δράμα προέρχεται από τις θρησκευτικές τελετές (δρώμενα), που αναπαριστούσαν γεγονότα από τη ζωή των θεών. Τέτοια δρώμενα συνέβαιναν στα Ελευσίνια μυστήρια και κυρίως στη διονυσιακή λατρεία. Από τη λατρεία του θεού Διονύσου προήλθε λοιπόν το δράμα, όπως σε γενικές γραμμές αποδέχονται όλοι οι μελετητές σήμερα.

Διόνυσος (ή Βάκχος):
Ήταν γιος του Δία και της Σεμέλης (κόρης του Κάδμου). Η λατρεία του ήρθε από τη Φρυγία μέσω της Θράκης και πήρε γρήγορα πανελλήνιο χαρακτήρα. Ο θεός της βλάστησης, του κρασιού, των παραγωγικών δυνάμεων της φύσης ήταν κοντά στους ανθρώπους της αγροτικής ζωής.

Διονυσιακή λατρεία:
Οι θιασώτες (οπαδοί) του θεού Διονύσου τον λάτρευαν σε κατάσταση ιερής μανίας και έξαλλου ενθουσιασμού. Έπιναν πολύ κρασί και συνέθεταν τραγούδια προς τιμήν του.
Χαρακτηριστικό της λατρείας αυτής ήταν η έκσταση, δηλαδή ο έλεγχος της προσωπικότητας του πιστού από το πνεύμα του λατρευόμενου θεού. Η κατοχή αυτή ονομάζεται και θεοληψία. Την έκσταση των πιστών υποβοηθούσε το κρασί, η μεταμφίεση και η χρήση συμβόλων λατρείας. Δέρματα ζώων, στεφάνια κισσού (ιερού φυτού του Διονύσου), κατακάθι του μούστου (τρυγία), φύλλα δέντρων και φαλλικά σύμβολα ήταν μερικά από τα απαραίτητα αντικείμενα της  λατρείας. Οι πιστοί ακόλουθοι του Διονύσου που συμμετείχαν  στις οργιαστικές τελετές της λατρείας του ονομάζονταν σάτυροι.

Διθύραμβος:
Χορικό άσμα αφιερωμένο στο θεό Διόνυσο, με περιεχόμενο που παρέπεμπε στη ζωή και τα παθήματα του θεού. Ήταν πιθανό να περιείχε μία τέτοια σχετική αυτοσχέδια αφήγηση,  που την αναλάμβανε ο πρώτος του Χορού, ο κορυφαίος. Ο υπόλοιπος Χορός τραγουδούσε. Ο Αριστοτέλης διατύπωσε την άποψη, ότι το δράμα προήλθε από αυτούς ακριβώς τους αυτοσχεδιασμούς των πρωτοτραγουδιστών.

ΙΙ. Η ΤΡΑΓΩΔΙΑ:
Το δράμα χωρίζεται σε τρία (3) είδη:
 α) Τραγωδία: «ωδή τράγων»  γιατί φορούσαν δέρματα τράγων.  
β) Σατυρικό δράμα: ευχάριστο λαϊκό θέαμα, που είχε σκοπό να προκαλέσει το γέλιο κι όχι να διδάξει. Ήταν πιο κοντά στη διονυσιακή λατρεία, αφού το Χορό αποτελούσαν σάτυροι, με κορυφαίο το γέροντα Σειληνό.
γ) Κωμωδία: είχε σκοπό να προκαλέσει το γέλιο, αλλά μέσα από τη φάρσα και την ευθυμία επιδίωκε να ασκήσει και κριτική στην  πραγματικότητα και στα πρόσωπα της εποχής. Άρα, η κωμωδία αντλούσε θέματα από την καθημερινή ζωή, αλλά τα έντυνε με μύθους και πλαστές εικόνες. Τα πρόσωπα ήταν σύγχρονα κι αντιπροσώπευαν τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις της πόλης.

Αρίων:  Θεωρείται ο θεμελιωτής του διθυράμβου, ο οποίος εξαιτίας του πέρασε από τον πρωτόγονο αυτοσχεδιασμό στην τεχνική μορφή. Θεωρείται επίσης «ευρετής του τραγικού τρόπου». Συνέθετε δηλαδή τους στίχους και τη μουσική των διθυράμβων του και ασκούσε στις χορευτικές κινήσεις κύκλιο χορό 50 ατόμων. Ο Χορός ήταν μεταμφιεσμένος σε σατύρους και έκανε χορευτικές κινήσεις γύρω από το βωμό του Διονύσου με τη συνοδεία κιθάρας.
Το περιεχόμενο του διθυράμβου στην αρχή ήταν αποκλειστικά διονυσιακό. Αργότερα, αντλούσε το περιεχόμενό του και από μύθους άλλων θεών ή ηρώων.

Θέσπης:  Το καθοριστικό βήμα που πραγματοποίησε ήταν να αποσπάσει τον κορυφαίο από το Χορό του διθυράμβου και να τον βάλει απέναντί του, ώστε να διαλέγεται με το Χορό, υποδυόμενος ένα ρόλο. Έτσι, γεννήθηκε ο 1ος υποκριτής (=ηθοποιός), που δεν τραγουδούσε πια μια ιστορία, αλλά άρχισε να την αφηγείται και να την παριστανει

Περιεχόμενο της τραγωδίας:
Οι τραγωδίες αρχικά είχαν περιεχόμενο αποκλειστικά διονυσιακό. Αργότερα, χρησιμοποιήθηκαν κι άλλοι μύθοι, που είχαν σχέση με άλλους θεούς ή ήρωες. Τελικά, οι τραγικοί ποιητές αντλούσαν το περιεχόμενο των έργων τους από 3 μυθολογικούς κύκλους: α) αργοναυτικός, β) θηβαϊκός, γ) τρωικός.

Η έννοια του τραγικού στην τραγωδία:
Πολύ σημαντική στην τραγωδία είναι η έννοια του τραγικού ήρωα. Η κατάσταση της τραγικότητας υποδηλώνει σύγκρουση με υπέρμετρες δυνάμεις (μοίρα, θεία δίκη), αλλά και με ανθρώπους ίσως, και με τον ίδιο τον εαυτό του ήρωα. Ο αγώνας αυτός δε διεξάγεται για το υλικό κέρδος, αλλά για ηθικές αξίες και αποδίδει ηθικό μεγαλείο. Η τραγικότητα συμπεριλαμβάνει επίσης το ζεύγος άγνοια – γνώση, διάφορες αντιφατικές καταστάσεις, διλήμματα, αδιέξοδα, ενοχές, ψυχική οδύνη, μοναξιά, συντριβή – λύτρωση. Το αποτέλεσμα της προαναφερθείσας σύγκρουσης είναι πάντα η ηθική ελευθερία του τραγικού ήρωα.

Ο θρησκευτικός χαρακτήρας της τραγωδίας:
Βασικό γνώρισμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ήταν ο θρησκευτικός της χαρακτήρας.
 Το δράμα παριστανόταν στις γιορτές ενός θεού (του Διονύσου) και αποτελούσε τμήμα της λατρείας του. Στην Αθήνα οι παραστάσεις γίνονταν στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, στον ιερό χώρο του Ελευθερέως Διονύσου. Την πιο τιμητική θέση εκεί είχε ο ιερέας του θεού. Οι νικητές των δραματικών αγώνων στεφανώνονταν με κισσό, το ιερό φυτό του Διονύσου.
Επίσης ο θρησκευτικός χαρακτήρας φαίνεται  στο μύθο, στο ήθος και στη διάνοια των τραγωδιών όπου πέρασαν έννοιες που επαληθεύουν την παντοδυναμία των θεών (π.χ. ύβρις , θεία δίκη, οργή θείου, τίσις :αλαζονική συμπεριφορά, νέμεσις : εκδίκηση θείου).

Ο ορισμός της τραγωδίας (κατά τον Αριστοτέλη):
Ο Αριστοτέλης δίνει στο βιβλίο του «Ποιητική» τον ακόλουθο ορισμό της τραγωδίας:
«Είναι λοιπόν η τραγωδία μίμηση σοβαρής και με αξιόλογο περιεχόμενο πράξης, έχει μέγεθος συγκεκριμένο, λόγο φροντισμένο (ρυθμικό), χωρίς όμως αυτά τα στοιχεία να είναι διασκορπισμένα με το ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα, με δράση κι όχι με απαγγελία, περνώντας μέσα από τη συμπάθεια και το φόβο οδηγεί το θεατή στην κάθαρση (λύτρωση) από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών».

Έννοια της κάθαρσης στην τραγωδία:
Η έννοια της κάθαρσης στην τραγωδία είναι πρωταρχικής σημασίας και έχει περιεχόμενο ηθικό, ψυχολογικό και αισθητικό. Ο θεατής συμμετέχει λογικά και συναισθηματικά στα δρώμενα  δηλαδή νιώθει « φόβο και του έλεο» (=συμπάθεια, ευσπλαχνία). Τελικά, ανακουφίζεται και ηρεμεί ψυχικά, διαπιστώνοντας στο τέλος την ηθική νίκη του τραγικού ήρωα και την αποκατάσταση της ηθικής τάξης. Η συναισθηματική αυτή συμμετοχή του θεατή στο δράμα  συμπληρώνει την εμπειρία του, διευρύνει τα βιώματά του και η απόληξή της ονομάζεται κάθαρση.

Η ακμή της τραγωδίας:
Η τραγωδία απέκτησε το μεγαλείο και τη σοβαρότητα που αναφέρει ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο της δημοκρατίας του Κλεισθένη και γνώρισε τη μεγάλη της ακμή στην εποχή του Περικλή. Η ακμή της τραγωδίας συμβαδίζει με την ακμή της δημοκρατίας.

ΙΙΙ. Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ:


Το αρχαίο θέατρο:
Κατά την περίοδο ακμής του το θέατρο διακρίνεται σε τρία (3) βασικά μέρη: α) το κυρίως θέατρο ή κοίλον, β) την ορχήστρα, γ) τη σκηνή.

α) Το κυρίως θέατρο ή κοίλον (ονομασία από το σχήμα του): είναι ο αμφιθεατρικά διαμορφωμένος χώρος, που περιβάλλει την ορχήστρα σε σχήμα ημικυκλίου. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν χώρο των θεατών. Τα καθίσματα (εδώλια) ήταν ξύλινα τον 5ο αιώνα π.Χ. κι έγιναν λίθινα κατά τον 4ο αιώνα, όταν δημιουργήθηκε στην Αθήνα λιθόκτιστο θέατρο. Ένας ή δύο οριζόντιοι διάδρομοι (διαζώματα) χώριζαν το κοίλο σε επάλληλες ζώνες, διευκολύνοντας την κυκλοφορία των θεατών. Ανάμεσα στα καθίσματα υπήρχαν κάθετες προς την ορχήστρα σκάλες (κλίμακες). Το σφηνοειδές τμήμα εδωλίων, το οποίο οριζόταν από δύο κλίμακες (αριστερά και δεξιά), ονομαζόταν κερκίδα.

β) Η ορχήστρα: είναι ο κυκλικός χώρος στο κέντρο του θεάτρου κι ανάμεσα στο κοίλο και τη σκηνή. Πρόκειται για τον κατ’ εξοχήν χώρο του Χορού. Στη μέση του, υπήρχε βωμός του θεού Διονύσου (θυμέλη).

γ) Η σκηνή: είναι μία ξύλινη και ορθογώνια κατασκευή, που τοποθετείται πίσω από την ορχήστρα και είχε την πρόσοψή του προς τους θεατές. Ήταν διώροφο ή τριώροφο και παρίστανε την πρόσοψη ανακτόρου ή ναού . Τη χρησιμοποιούσαν, στην αρχή τουλάχιστον, για να φυλάγουν οι υποκριτές τα σκεύη και τα υλικά τους, καθώς και για να αλλάζουν κουστούμια και προσωπεία (καμαρίνια). Μπροστά από τη σκηνή,  χτίστηκε ένα υπερυψωμένο δάπεδο (λογείο), πάνω στο οποίο έπαιζαν οι υποκριτές, που χωρίστηκαν έτσι από το Χορό.  Στη στέγη της σκηνής κατασκευάστηκε υπερυψωμένη εξέδρα, πάνω στην οποία εμφανιζόταν οι θεοί (το μέρος ονομάστηκε θεολογείο).
 Στη δεξιά και την αριστερή πλευρά του θεάτρου, υπήρχαν και δύο (2) διάδρομοι – προσβάσεις στο χώρο του θεάτρου, οι λεγόμενες πάροδοι. Από αυτούς τους διαδρόμους έμπαινε στην ορχήστρα ο Χορός και στη σκηνή όσα πρόσωπα έρχονταν απ’έξω.  Η αριστερή πάροδος (πάντα ως προς τους θεατές) οδηγούσε στους αγρούς ή την ξενιτιά και η δεξιά στην πόλη ή το λιμάνι.  

Βασικά μηχανήματα του αρχαίου θεάτρου:
1. Το εκκύκλημα: τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσίαζαν ομοιώματα νεκρών. Οι αρχαίοι δεν παρουσίαζαν θανάτους και βιαιότητες μπροστά στα μάτια των θεατών, γιατί πίστευαν ότι κάτι τέτοιο δε συνάδει με το καλλιτεχνικό και παιδευτικό μεγαλείο του δράματος.
2. Οι περίακτοι: ξύλινοι πρισματικοί δοκοί, τοποθετημένοι στις άκρες της σκηνής. Χρησίμευαν στη σκηνογραφία. Πάνω τους τύλιγαν ζωγραφικούς πίνακες, ανάλογα με τις σκηνικές ανάγκες κάθε έργου.
3. Η μηχανή ή αιώρημα: είδος γερανού στη στέγη της σκηνής, με τη βοήθεια του οποίου εμφανίζονταν οι θεοί («από μηχανής θεοί»).
4. Το θεολογείο: σχολιάστηκε προηγουμένως (βλ. παρατηρήσεις για τη σκηνή).
5. Οι χαρώνειες κλίμακες: είδος καταπακτής που επέτρεπε την άνοδο στη σκηνή των νεκρών, όταν το απαιτούσε η εξέλιξη του έργου.
6. Το βροντείο: μηχανή που χρησίμευε για την απομίμηση της βροντής.

Οι συντελεστές της παράστασης:
1. Ο ποιητής
: ήταν ο πιο βασικός συντελεστής της παράστασης και δημιουργός του δράματος. Συγκέντρωνε πολλούς ρόλους: σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χοροδιδάσκαλος, μουσικοσυνθέτης, σκηνογράφος, διανομέας ρόλων και στα πρώτα έργα ερμηνευτής.
2. Οι ηθοποιοί: η τραγωδία ξεκίνησε με έναν υποκριτή – ηθοποιό. Ο Αισχύλος πρόσθεσε και δεύτερο και ο Σοφοκλής και τρίτο (αντίστοιχα: πρωταγωνιστής, δευτεραγωνιστής, τριταγωνιστής). Όλοι οι υποκριτές και τα μέλη του Χορού ήταν άνδρες. Τα γυναικεία πρόσωπα υποδύονταν πάλι άνδρες. Μόνο τους ρόλους των παιδιών έπαιζαν παιδιά, αλλά ήταν πάντα βουβοί, μιμικοί ρόλοι.
3. Η σκευή των υποκριτών: η σκηνική παρουσία και η ενδυμασία των υποκριτών στο αρχαίο θέατρο ονομάζεται σκευή. Η ενδυμασία των υποκριτών ήταν ανάλογη με το ρόλο που υποδύονταν. Σε γενικές γραμμές ήταν μεγαλοπρεπής. Οι ηθοποιοί ήταν ντυμένοι με μακρύ χιτώνα  και από πάνω φορούσαν βαρύτερο ιμάτιο (π.χ. μάλλινο ένδυμα ). Φορούσαν ακόμη υποδήματα με ψηλά τακούνια, τους λεγόμενους κοθόρνους, καθώς και διάφορα παραγεμίσματα κάτω από τα ρούχα τους, προκειμένου να φαίνονται μεγαλόσωμοι. Ηθοποιοί και χορευτές φορούσαν μάσκες, τα λεγόμενα προσωπεία, φτιαγμένα από λινό ύφασμα ή άλλο εύκαμπτο υλικό, ενισχυμένα με γύψο και βαμμένα με διάφορα χρώματα.
4. Ο Χορός: τα μέλη του Χορού ήταν 12 την εποχή του Αισχύλου και ο Σοφοκλής τα αύξησε σε 15. Ήταν ντυμένος απλούστερα από τους ηθοποιούς και τραγουδούσε. Μόνο ο κορυφαίος του Χορού διαλεγόταν με τους ηθοποιούς. Η άποψη του Χορού συνήθως απηχούσε την κοινή γνώμη. Έμπαινε στην ορχήστρα (συνήθως από τη δεξιά πάροδο), εκτελώντας ρυθμικούς βηματισμούς και έχοντας επικεφαλή τον αυλητή. Το τραγούδι του Χορού κατά την είσοδό του στην ορχήστρα ονομάζεται  πάροδος και ήταν το ξεκίνημα της τραγωδίας. Κατά τη διεξαγωγή του δράματος ο Χορός είχε στραμμένα τα νώτα προς τους θεατές (κάτι που σήμερα δεν τηρείται για ευνόητους λόγους).

ΙV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ Η ΔΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ:
Οι αθηναϊκές γιορτές προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι δραματικοί αγώνες στην Αθήνα ήταν αναπόσπαστο μέρος των λατρευτικών εορτών προς τιμήν του θεού Βάκχου – Διονύσου. Με τον τρόπο αυτό το δράμα συνδεόταν με τη θρησκευτική του προέλευση.

Διονυσιακές εορτές:
1. Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια. τα Μεγάλα Διονύσια τελούνταν στις αρχές της άνοιξης για πολιτικούς και πρακτικούς λόγους:
1. Η ναυσιπλοΐα ήταν δυνατή και επέτρεπε την παρουσία ξένων στην Αθήνα.
2. Οι γεωργικές εργασίες ήταν περιορισμένες και η συμμετοχή των Αθηναίων αυξημένη.
3. Ο καιρός βελτιωνόταν και διευκόλυνε τις υπαίθριες παραστάσεις.
4. Η εικόνα της φύσης ταίριαζε με τον οργιαστικό χαρακτήρα της διονυσιακής λατρείας.

2. Μικρά ή κατ΄αγρούς Διονύσια: Παίζονταν επαναλήψεις πετυχημένων δραμάτων.
3. Λήναια: Στη διάρκεια της γιορτής παρουσιάζονταν νέες τραγωδίες και κωμωδίες.
4. Ανθεστήρια: Ήταν γιορτή της ανθοφορίας στην αρχή της άνοιξης.

Η προετοιμασία των αγώνων:
Ξεκινούσε σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 6 μηνών από την έναρξη των αγώνων. Οι ποιητές υπέβαλλαν υποψηφιότητα (με 3 τραγωδίες και 1  τετραλογία) . Οι άρχοντες επέλεγαν τρεις (3).

 Το επόμενο βήμα ήταν η ανεύρεση πλούσιων ιδιωτών, προκειμένου να χρηματοδοτήσουν την τετραλογία του κάθε ποιητή. Αυτοί ονομάζονταν χορηγοί και οι δαπάνες ήταν μία πολύ τιμητική διαδικασία γι’ αυτούς (χορηγία).  Οι χορηγοί ορίζονταν με κλήρο (εννοείται ότι στην κλήρωση συμμετείχαν οι πιο εύποροι Αθηναίοι) και ο κάθε ποιητής είχε το δικό του χορηγό (πρβλ. σημερινοί σπόνσορες).

Οι δοκιμές – προάγωνας: ο Περικλής είχε κτίσει στην Αθήνα στεγασμένο θέατρο, το λεγόμενο Ωδείο. Εκεί γινόταν ο προάγωνας των παραστάσεων, λίγες μέρες πριν από την έναρξη των αγώνων. Ήταν η γενική δοκιμή (πρόβα) των δραμάτων, που θα παρουσιάζονταν στο κοινό. Κάθε ποιητής (από τους 3 που προκρίθηκαν) με το θίασο και το χορηγό του, έδινε πληροφορίες για το περιεχόμενο των έργων του.

Οι κριτές:  Καταρτιζόταν δεκαμελής κριτική επιτροπή. Στο τέλος των παραστάσεων κάθε κριτής έγραφε την απόφασή του για το νικητή σε πινακίδα και την έριχνε σε μία κάλπη. Από τις δέκα (10) πινακίδες κληρώνονταν τελικά οι πέντε (5) και απ’ αυτές έβγαινε το τελικό αποτέλεσμα και η σειρά κατάταξης των συμμετεχόντων ποιητών.

Το κοινό: έχει αμφισβητηθεί η παρουσία γυναικών και παιδιών στο θέατρο. Διάφοροι υπαινιγμοί όμως των κωμικών φαίνεται ότι προϋποθέτουν και τις δύο αυτές ομάδες. Πάντως κανένας νόμος δεν απαγόρευε την είσοδο των γυναικών, όπως συνέβαινε στους Ολυμπιακούς αγώνες (εκεί οι άνδρες αγωνίζονταν γυμνοί).

Θεωρικά: νόμος του Περικλή. Πρόκειται για το  αντίτιμο εισιτηρίου του θεάτρου για τους άπορους Αθηναίους. Το εισιτήριο ονομαζόταν σύμβολον και το εισέπραττε ο οργανωτής του θεάτρου, ο θεατρώνης. Ο νόμος των θεωρικών έδειξε φανερά το μεγαλείο της αθηναϊκής δημοκρατίας και την κοινωνική πρόνοια του κράτους. Περισσότερο όμως πιστοποίησε για άλλη μία φορά τη μεγάλη σημασία που είχε το θέατρο στη συνείδηση των αρχαίων Ελλήνων, ως δημιούργημα υψηλής καλλιτεχνικής και παιδευτικής αξίας.

Ραβδούχοι: ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα στο θέατρο, κρατώντας μεγάλα ραβδιά. Εξασφάλιζαν την τάξη και τοποθετούσαν τους θεατές στις θέσεις τους.

Προεδρίες: ήταν καθίσματα στην πρώτη σειρά του κοίλου, τα οποία προορίζονταν για τα επίσημα πρόσωπα. Την πιο κεντρική κι επίσημη θέση είχε ο ιερέας του θεού Διονύσου, αφού από τη λατρεία του προήλθε ολόκληρο το δράμα και μέρος των εορτών προς τιμήν του ήταν οι δραματικοί αγώνες.

Οι τιμητικές διακρίσεις: οι νικητές των αγώνων, ποιητής και χορηγός, κέρδιζαν ως έπαθλο ένα διονυσιακό στεφάνι κισσού κι έναν τρίποδα. Τον τελευταίο είχαν το δικαίωμα να τον στήσουν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης, απ’ όπου περνούσε η περίφημη οδός των τριπόδων. Το μεγάλο όμως έπαθλο των αγώνων ήταν η τεράστια δόξα που κέρδιζαν οι νικητές. Τα ονόματα των ποιητών, των χορηγών, οι τίτλοι των έργων και το αποτέλεσμα της κρίσης χαράζονταν σε πλάκες (διδασκαλίες), που φυλάσσονταν στο δημόσιο αρχείο. Διδασκαλία ονομαζόταν επίσης και η παρουσίαση ενός έργου μπροστά στο κοινό.

Σημαντικός πρόδρομος των μεγάλων τραγικών:
 Θέσπης  : α) εισήγαγε τον 1ο υποκριτή, β) χρησιμοποίησε το κατακάθι κρασιού (τρυγία) και το ψιμμύθιο (=πούδρα από ανθρακικό μόλυβδο).
 α) στα προσωπεία, β) στις ενδυμασίες των υποκριτών.

 ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ ΤΡΑΓΙΚΩΝ

ΑΙΣΧΥΛΟΣ:
Ο πρώτος από τους τρεις μεγάλους τραγικούς.  Παρουσιάζει τους ήρωές του υπερφυσικούς, σχεδόν τέλειους. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι στα έργα του εμφανίζονται υπεράνθρωποι. Πάντως, ακόμη κι αυτοί οι ήρωες υποτάσσονται στη θεία βούληση, χωρίς να είναι παίγνια στα χέρια των θεών.
Το σχήμα που ερμηνεύει τα περισσότερα έργα του Αισχύλου είναι αυτό της ύβρης και της άτης. Οι πρωταγωνιστές υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια με τα λόγια, τις πράξεις ή το φρόνημά τους και διαπράττουν ύβρη. Αυτή ακολουθεί μια νοητική ή ηθική τύφλωση (άτη), που είναι αποτέλεσμα της θείας παρέμβασης και οδηγεί σε κάποια ανόητη πράξη. Η ανατροπή της κοινωνικής και ηθικής ισορροπίας που επέρχεται, επιφέρει την οριστική τιμωρία και πτώση του δυνατού. 
  Οι αρχαίες πηγές μιλούν για 90 τίτλους έργων του ποιητή, η χειρόγραφη όμως παράδοση διέσωσε μόνο επτά (7): Πρσαι, πτ π Θβας, κτιδες, γαμμνων, Χοηφροι, Εμενδες (τα τρα τελευταα ργα αποτελον την τριλογα "ρστεια") και Προμηθες Δεσμτης.

ΣΟΦΟΚΛΗΣ:
  Ήρθε σε επαφή με εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Περικλής, ο Ηρόδοτος, ο Σωκράτης και ο Αισχύλος. Επηρεάστηκε πολύ απ’ αυτές. Ο Σοφοκλής ήταν «φιλαθήναιος», αγαπούσε δηλαδή υπερβολικά την Αθήνα. Δεν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά μόνο για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπως ο Σωκράτης.  
  Κατά το Σοφοκλή ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στη θεία βούληση, έχοντας συναίσθηση της προσωρινότητας και της αδυναμίας του. Ενώ στον Αισχύλο το τραγικό πραγματώνεται με την απέλπιδα πάλη του ανθρώπου εναντίον της παντοδύναμης μοίρας, στο Σοφοκλή η μοίρα κατευθύνει ως ένα σημείο τον άνθρωπο, αλλά δε δεσμεύει απόλυτα την εσωτερική του ελευθερία και δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη της επιλογής.
  Έργα του Σοφοκλή είναι τα εξής: Αας, ντιγνη, Τραχνιαι, Οδπους Τραννος, λκτρα, Φιλοκττης, Οδπους π Κολων.

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ:
 Υπήρξε ο καινοτόμος και αναμορφωτής της τραγικής ποίησης.
Στην εξέλιξη της δραματικής ποίησης συνέβαλε με ποικίλους τρόπους:  εισήγαγε τον «από μηχανής θεό» για τη λύση του δράματος και καινοτόμησε με την τόλμη στη χρήση των μύθων .
Σύγχρονος των σοφιστών ο Ευριπίδης έζησε το συναρπαστικό και προοδευτικό κίνημά τους. Το αντιμετώπισε όμως με τρόπο παραγωγικό. Σε καμιά περίπτωση δεν έγινε κήρυκας των ιδεών του, αλλά δημιουργικός δέκτης τους. Γι’ αυτό θεωρήθηκε «ποιητής του ελληνικού διαφωτισμού» και ονομάστηκε «από σκηνής φιλόσοφος».
Στα έργα του Ευριπίδη η δράση καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι απόλυτα κύριος του εαυτού του και της μοίρας του (όπως π.χ. συμβαίνει με την «Ελένη» στο ομώνυμο έργο). Σε σύγκριση με τους δύο άλλους τραγικούς ποιητές, ο Ευριπίδης έδωσε στους ήρωες των έργων του νέα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Τους παρουσιάζει με τρόπο ρεαλιστικό, σύμφωνα με τα ανθρώπινα μέτρα, όπως ήταν αυτοί στην πραγματικότητα.
Ο Ευριπίδης χειρίστηκε τους μύθους με μεγάλη ελευθερία. Καθώς ήταν ανήσυχο πνεύμα από τη φύση του δεν έπαψε ούτε στιγμή να προβληματίζεται και να ασκεί κριτική στις καθιερωμένες αξίες. Ενδιαφέρθηκε για τη γυναίκα περισσότερο από τους άλλους δύο μεγάλους τραγικούς ποιητές και την αντιμετώπισε με το πνεύμα ενός προοδευτικού διανοητή.
Η ποιητική παραγωγή είναι πλουσιότατη. Τα έργα του που σώζονται είναι τα εξής: λκιστις, Μδεια, ππλυτος, ρακλεδαι, κβη, κτιδες, ρακλς, Τρωδες, νδρομχη, λκτρα, λνη, φιγνεια ν Ταροις, ων, Φονισσαι, ρστης, φιγνεια ν Αλδι και Βκχες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου